
Δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι η απόλυτη αλήθεια μιας χώρας που έμαθε να ανασαίνει με δανεικό αέρα. Μετά την πτώχευση του 1893 και την ήττα του 1897, η Ελλάδα βρέθηκε στο απόλυτο οικονομικό έλεος των ξένων δανειστών. Κι αυτοί δεν ζήτησαν λόγια. Ζήτησαν λεφτά. Και για να τα πάρουν, δεν περίμεναν απλώς να πληρωθούν. Πήραν στα χέρια τους τις ίδιες τις πηγές του πλούτου.
Η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1898 και ανέλαβε να διαχειρίζεται τα έσοδα της Ελλάδας, όχι σαν σύμβουλος, αλλά σαν εισπράκτορας. Ό,τι έβγαζε ο Έλληνας από το πρωί μέχρι το βράδυ, είτε πουλούσε σπίρτα είτε άναβε τσιγάρο είτε έπινε ένα ποτηράκι ούζο, φορολογούνταν με τρόπο που απέδιδε τα χρήματα απευθείας στους ξένους.
Ο καπνός, τα σπίρτα, το οινόπνευμα, η τράπουλα, η σμύριδα, τα τέλη λιμανιών, τα σφραγιστικά χαρτιά, όλα μπήκαν σε ένα σύστημα μονοπωλίων. Η ταινία που υπήρχε πάνω στο πακέτο των τσιγάρων ή στο κουτί των σπίρτων δεν ήταν απλώς ένδειξη γνησιότητας. Ήταν το σημάδι ότι ο φόρος είχε ήδη παρακρατηθεί. Και το εντυπωσιακό; Δεν πήγαινε στα δημόσια ταμεία για δρόμους, σχολεία, ή μισθούς. Πήγαινε στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη.
Η Ελλάδα, αν και φαινομενικά ανεξάρτητη, λειτουργούσε σαν οικονομικό προτεκτοράτο. Οι Άγγλοι διαχειρίζονταν τα έσοδα από τον καπνό. Οι Γάλλοι εισέπρατταν από τα σπίρτα. Οι Ιταλοί είχαν μερίδιο στα ποτά. Ό,τι άγγιζε ο λαός, γινόταν εργαλείο αποπληρωμής δανείων που ποτέ δεν είδε στα χέρια του. Και δεν μιλάμε για υποθετικά νούμερα. Η Διεθνής Επιτροπή είχε δικούς της υπαλλήλους στην Ελλάδα, με εξουσία μεγαλύτερη από κάθε ελεγκτικό μηχανισμό του κράτους.
Κανείς δεν μπορούσε να ανάψει τσιγάρο χωρίς να πληρώσει τη βρετανική αποζημίωση. Κανείς δεν μπορούσε να πουλήσει ένα σπίρτο χωρίς να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Γαλλίας. Και αν ήθελες να πιεις, ήταν σαν να τσούγκριζες το ποτήρι με την Ιταλία. Αυτή ήταν η καθημερινότητα στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα.
Ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι θυσίες, ούτε οι προσφυγιές, ούτε οι νίκες στους Βαλκανικούς άλλαξαν αυτή τη συνθήκη. Οι όροι ήταν σαφείς και άκαμπτοι: για να επιβιώσει το κράτος, έπρεπε να παραχωρήσει την ψυχή του. Τη φορολογία του. Τον ιδρώτα του πολίτη. Τα χρήματα που δεν έβλεπε ποτέ πίσω.
Αυτό που σήμερα θα λέγαμε «μνημόνιο», τότε δεν είχε όνομα. Ήταν καθημερινότητα. Ήταν μια χώρα που ανάσαινε μόνο όταν οι ξένοι το επέτρεπαν. Μια χώρα που είχε την ατυχία να είναι ανεξάρτητη μόνο στα χαρτιά. Και κάθε πακέτο τσιγάρα, κάθε σπίρτο, κάθε ποτήρι ούζο το επιβεβαίωνε.