
Αν θέλει κανείς να μάθει όλο το παρασκήνιο της Μεταπολίτευσης, αρκεί να διαβάσει το «Κάτω από τις στάχτες» του Μίμη Ανδρουλάκη (εκδόσεις Πατάκη), που μπορεί να περιγράφεται ως αυτοβιογραφία αλλά ουσιαστικά συνιστά ένα πανόραμα όλων των μυστικών διαπραγματεύσεων και συνομιλιών ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές προσωπικότητες της χώρας.
Επειδή για τον Μίμη Ανδρουλάκη κρίσιμο ρόλο παίζουν οι στιγμές στον ρου της Ιστορίας και οι συμπτώσεις περισσότερο από τις μεγάλες αποφάσεις, είναι τρομερή η κάπως διονυσιακή περιγραφή του ζεϊμπέκικου του Ανδρέα, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο, όπως τονίζει, για την παραμονή του στην Ελλάδα. Ηταν Νοέμβριος του 1974, όταν το νεοσύστατο ΠΑΣΟΚ ήρθε τρίτο κόμμα στις εκλογές μετά την Ενωση Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου.
Ο ίδιος θεώρησε ότι με το 13,6% και τις 12 έδρες που απέσπασε ο λαός τού έστελνε αρνητικό μήνυμα και ότι το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω από εξευτελιστικό. Είχε «βυθιστεί σε πραγματική ψυχοπαθολογική κατάθλιψη και είχε ενημερώσει τους έμπιστους επιτελείς του ότι εγκαταλείπει τον πολιτικό στίβο και ότι συνεχίζει την ακαδημαϊκή του καριέρα στον Καναδά», γράφει ο Ανδρουλάκης. Μέχρι που το αποχαιρετιστήριο βράδυ στο περίφημο «Χάραμα», ο Τσιτσάνης κάνει τη μοιραία κίνηση. «Ο παμπόνηρος Τρικαλινός, αφού παίζει δυο τρία κομμάτια για προθέρμανση, αφιερώνει ‘’Στον Μεγάλο’’ το επόμενο: “…είμαι της Γερακίνας γιος, τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές…”».
