Οι νέες ταραχές που ξέσπασαν στο Κόσοβο (ή Κοσσυφοπέδιο) τις τελευταίες μέρες έφεραν και πάλι στο προσκήνιο την πολύπαθη και πολυτάραχη αυτή περιοχή των Βαλκανίων και τη διαμάχη των Σέρβων και Αλβανών. Όλες σχεδόν οι αναλύσεις που διαβάζουμε στο Διαδίκτυο αναφέρονται στα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών. Υπάρχει όμως ένα άγνωστο παρελθόν πολλών αιώνων, πριν από όσα έγιναν μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στην (τέως) Γιουγκοσλαβία το 1999 και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου τον Φεβρουάριο του 2008. Με αυτά θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Κοσσυφοπέδιο: γεωγραφικά στοιχεία
Η λέξη Κόσοβο προέρχεται από τη σερβοκροατική Kosovo <kοs= κοτσύφι. Η λέξη Κοσσυφοπέδιο προέρχεται από το Kos(s)ovo Polje. Η λέξη κότσυφας <μεσν. κόσσυφας < αρχ. κόσσυφος, που υπάρχει στον Αριστοτέλη, τον Παυσανία κ.α.
Έχει έκταση 10.889 τ.χλμ. Το κλίμα της περιοχής είναι ήπιο ηπειρωτικό και στη νότια κοιλάδα Μπέλι Ντριμ μεσογειακό. Η περιοχή αποστραγγίζεται από τον ποταμό Σιτνίτσα. Είναι ιδιαίτερα εύφορο μέρος και πλούσιο σε μεταλλεύματα: χρυσός, άργυρος, ψευδάργυρος, χαλκός, μόλυβδος και χρώμιο, ενώ υπάρχουν ακόμα κοιτάσματα λιγνίτη, μαγνησίτη κ.ά.
Το πλήρες όνομα της περιοχής είναι Κόσοβο – Μετόχια, όπως ονομαζόταν στο πλαίσιο της (ενωμένης) Γιουγκοσλαβίας από το 1946 ως το 1971.
Γιατί το Κόσοβο είναι ιερός τόπος για τους Σέρβους;
Για τους Σέρβους το Κοσσυφοπέδιο αντιπροσωπεύει το ιερότερο τμήμα της σερβικής γης, καθώς αποτέλεσε κατά τους Μέσους Χρόνους τον πυρήνα του Σερβικού κράτους των Νεμανιδών. Εκεί, στην εκκλησία της Studenica τάφηκε ο ιδρυτής του Μεσαιωνικού κράτους της Σερβίας Στέφανος Νεμάνια (1113 – 1199), ο οποίος ίδρυσε και τη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, πάνω στα ερείπια παλαιότερου μοναστηριού και ανακηρύχθηκε άγιος από τους Σέρβους.
Στο Πετς (Pec) , το Ιπέκ(ιο), παλαιότερων ελληνικών εκκλησιαστικών πηγών βρίσκεται η έδρα της ανεξάρτητης ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας, την οποία θεμελίωσε το 1220 ο Αρχιεπίσκοπος Σάββας, ο άγιος Σάββας των Σέρβων. Στο Κόσοβο βρίσκονται οι περισσότερες εκκλησίες και τα μοναστήρια των Μέσων Χρόνων, έργα τεράστιας καλλιτεχνικής αξίας, επηρεασμένα βαθιά από την βυζαντινή τέχνη των παλαιολόγειων χρόνων. Η περιοχή συνδέεται επίσης με την ηρωικότερη ιστορική παράδοση του σερβικού λαού, τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389).
Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου (15 Ιουνίου 1389) που έκρινε την τύχη της Σερβίας
Στο Κοσσυφοπέδιο έγινε στις 15 Ιουνίου 1389 μάχη ανάμεσα στα συνασπισμένα χριστιανικά στρατεύματα (Σέρβων, Βόσνιων, Κροατών, Πολωνών, Βλάχων, Οσπιτάλιων ιπποτών και Αλβανών, από το Πριγκιπάτο της Αλβανίας, με έδρα το Βεράτιο) εναντίον των Οθωμανών. Επικεφαλής των Σέρβων και όλων των χριστιανικών στρατευμάτων ήταν ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς (1329 – 1389) ιδρυτής του Οίκου των Λαζάρεβιτς και ιδρυτής της μεγαλύτερης από τις ηγεμονίες στις οποίες διασπάστηκε η Σερβική αυτοκρατορία, μετά το αιφνίδιο τέλος του Ντούσαν Νεμάνια.
Επικεφαλής των Οθωμανών ήταν ο σουλτάνος Μουράτ Α’ (στον θρόνο 1380 – 1389). Αρχικά η νίκη φαινόταν ότι έκλινε προς το μέρος των Σέρβων και των συμμάχων τους, καθώς ένας Σέρβος ευγενής, ο Milosh (K)obilic που είχε διεισδύσει στο τουρκικό στρατόπεδο με το πρόσχημα ότι είχε λιποτακτήσει, κατόρθωσε να φτάσει ως την σκηνή του σουλτάνου τον οποίο και σκότωσε με ένα δηλητηριασμένο μαχαίρι. Η σύγχυση και ο πανικός που επικράτησαν στους Οθωμανούς καταλάγιασαν σύντομα καθώς ο γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ ανέλαβε την αρχηγία τους. Κατόρθωσε μα περικυκλώσει τελικά τους Σέρβους και να τους νικήσει, αν και υπάρχει η εκδοχή ότι η μάχη έληξε χωρίς νικητή, αλλά ουσιαστικά επικράτησαν οι Οθωμανοί λόγω των πολλών απωλειών των Σέρβων.
Οι πληροφορίες για την τεράστιας σημασίας αυτή μάχη είναι ελλιπείς και αλληλοσυγκρουόμενες. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν μεταξύ 27.000 και 30.000 ανδρών, ενώ τα χριστιανικά μεταξύ 12.000 και 30.000. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι ο Λάζαρος συνελήφθη από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε, ενώ άλλες ότι επέζησε από τη μάχη και δολοφονήθηκε από κάποιον Σέρβο. Το βέβαιο είναι ότι οι Οθωμανοί μετά την επιτυχία τους αυτή περικύκλωσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Σέρβοι υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους Τούρκους και υποσχέθηκαν να προσφέρουν στρατεύματα στους Οθωμανούς. Ο Λάζαρος αγιοποιήθηκε από τη Σερβική Εκκλησία, πιθανότατα λίγο μετά το 1400.
Τα οστά του του τάφηκαν στη μονή Ραβάνιτσα (1391). Μετά την προέλαση των Τούρκων ως εκεί μεταφέρθηκαν στην Ουγγαρία και λίγο αργότερα στο μοναστήρι Φρουσκογκόρσκι Βρτνικ, στη Νόβα Ραβανίτσα. Το 1942 λόγω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μεταφέρθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Βεληγραδίου. Η ημέρα της μάχης, γιορτή του Αγίου Βίτου, είναι ημέρα εθνικής μνήμης για τους Σέρβους (Vidordan) και διατηρήθηκε στους μύθους και τα τραγούδια τους. Η οριστική κατάκτηση των Σέρβων από τους Οθωμανούς έγινε το 1459.
Πώς βρέθηκαν οι Αλβανοί στο Κοσσυφοπέδιο;
Από την αλληλογραφία του Αρχιεπισκόπου της Αχρίδας Δημητρίου (1216 – 1236), κάποιοι συμπεραίνουν ότι οι Αλβανοί ξεκινώντας από την Τζάκοβα και το Πρίζρεν επεκτάθηκαν στο Κοσσυφοπέδιο πριν από τους Σέρβους και τους Σλάβους γενικότερα. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η εγκατάσταση των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο χρονολογείται μετά τη μάχη του 1389. Μαζικότερη έγινε το 1459 μετά τη μάχη του Σμεντέροβο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, το ενιαίο κρατικό πλαίσιο, η έλλειψη εθνικών συνόρων και η πολιτική του κυρίαρχου διευκόλυναν τις εσωτερικές μετακινήσεις αλλοεθνών πληθυσμών και οι εξεγέρσεις των υπόδουλων προκαλούσαν ομαδικές μεταναστεύσεις. Στο τουρκικό κατάστιχο της Σκόδρας του 1485 αναφέρεται η ύπαρξη Αλβανών κατοίκων στην περιοχή του Πετς.
Το 1690 κατά τη διάρκεια του Β’ Αυστροτουρκικού Πολέμου (1683 – 1699), μετά την ατυχή έκβαση της μεγάλης εξέγερσης των Σέρβων που έγινε με την υποκίνηση της Αυστρίας, οι επαναστατημένοι πληθυσμοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν για να αποφύγουν τα αντίποινα των Τούρκων. Τότε ο Ορθόδοξος Σέρβος Πατριάρχης Αρσένιος Γ’ Τσερνόγιεβιτς με περισσότερους από 50.000 Σέρβους από τη Νις, το Ιπέκιο, την Πριζρένη και τα Σκόπια εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν σε βορειότερες περιοχές που ανήκαν τότε στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι Σέρβοι που εκπατρίστηκαν ήταν 40.000 οικογένειες, δηλαδή περίπου 200.000. Αυτές οι ομαδικές μετακινήσεις του σερβικού πληθυσμού προς τον βορρά, προκάλεσαν αραίωση του πληθυσμού και σε ορισμένες περιπτώσεις ερήμωση.
Έτσι, Αλβανοί, αγρότες κυρίως, επωφελήθηκαν από τη φυγή των Σέρβων, κατέβηκαν από τις ορεινές και άγονες περιοχές τους και εγκαταστάθηκαν σε εγκαταλελειμμένα σερβικά εδάφη κυρίως στην εύφορη πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου όπου είχαν εγκατασταθεί όπως αναφέραμε κάποιοι Αλβανοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Μετά τη φυγή των Σέρβων, η εγκατάσταση των Αλβανών διήρκεσε για πολλά χρόνια και ευνοήθηκε από τις οθωμανικές Αρχές. Οι λόγοι της πολιτικής των Οθωμανών ήταν σαφείς: από τη μία πλευρά αποδυνάμωναν τους ορεινούς πληθυσμούς που αποτελούσαν εστίες αντίστασης και από την άλλη αποκτούσαν καλλιεργητές και εργατικά χέρια.
Παράλληλα οι μετακινήσεις αυτές επέφεραν ανάμειξη πληθυσμών και διάσπαση των εθνικών ομάδων. Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας Σέρβοι και Αλβανοί συμβίωναν στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, παρά το ότι οργανωμένα σώματα Τουρκαλβανών έκαναν επιθέσεις εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τους απελευθερωτικούς αγώνες των βαλκανικών λαών. Από την Πρισρένη του Κοσσυφοπεδίου ξεκίνησε, καθυστερημένα σε σχέση με τους άλλους Βαλκανικούς λαούς, με τον «Σύνδεσμο του Πρίζρεν» (1878-1881). Έτσι το Κοσσυφοπέδιο απέκτησε υψηλή θέση στην εθνική συνείδηση και των Αλβανών.
Ο 20ος αιώνας στο Κοσσυφοπέδιο ως το 1945
Όταν το 1918 δημιουργήθηκε το «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» που μετονομάστηκε το 1929 σε «Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας», το Κοσσυφοπέδιο εντάχθηκε στη Σερβία στην οποία είχε ενταχθεί από το 1913 με τη Διάσκεψη του Λονδίνου. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Σερβία που κατείχε κυρίαρχη θέση στο κράτος της Γιουγκοσλαβίας ενίσχυσε τον σερβικό πληθυσμό του Κοσόβου ασκώντας παράλληλα πίεση στο αλβανικό στοιχείο.
Τα πράγματα άλλαξαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την κατάληψη από τις δυνάμεις του Άξονα της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941. Με διάταγμα της 7ης Απριλίου 1941 η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι ανήγγειλε τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας». Τότε ενώθηκαν με την Αλβανία το Κόσοβο, εκτός από τις περιοχές Μιτρόβιτσα, Βουτσιτέρν και Ποντούγεβο, τις οποίες πήραν οι Γερμανοί ως αυτόνομη περιοχή στη δική τους ζώνη κατοχής, μέρος της σημερινής, λεγόμενης «Βόρειας Μακεδονίας» από το Τέτοβο ως τη Μεγάλη Πρέσπα, οι περιοχές του Μαυροβουνίου από το Ούλτσιν (τη νοτιότερη πόλη της σημερινής χώρας) ως το Μπαρ (το λιμάνι της στην Αδριατική) και η Τσαμουριά. Εκτός έμειναν τμήματα των περιοχών Γκνίλανε, Φερίζαϊ και Κατσανίκ τα οποία βρέθηκαν υπό βουλγαρική διοίκηση.
Οι Αλβανοί βέβαια αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση αυτή την εξέλιξη. Μάλιστα οι Κοσοβάροι Αλβανοί υποδέχτηκαν τις δυνάμεις του Άξονα ως απελευθερωτές και έλαβαν από αυτούς μια σειρά από άγνωστα ως τότε προνόμια, όπως του σχηματισμού κυβέρνησης και αυτόνομης διοίκησης, της χρήσης της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας, της διάδοσης των αλβανικών βιβλίων, του εορτασμού των εθνικών επετείων με χρήση της αλβανικής σημαίας και ανάκρουση του αλβανικού εθνικού ύμνου και του ανοίγματος αλβανικών σχολείων όπου διδασκόταν η αλβανική γλώσσα (Α. Konomi, “Albania o Kosovo possono unirsi?”, Limes 3 (1998), σελ. 71-78).
Η φασιστική κατοχή αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο εγγύηση για τους Κοσοβάρους Αλβανούς απέναντι στον σερβικό εθνικισμό και αυτό ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό την πενιχρή συμμετοχή τους στον αντιστασιακό αγώνα των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων. Αυτό το γεγονός το παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Χότζα που σε επιστολή του προς τον Στάλιν τον Σεπτέμβριο του 1949 γράφει μεταξύ άλλων:
«Ο πληθυσμός του Κοσόβου δεν είχε εμπιστοσύνη στην ορθότητα του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Το χαμηλό πολιτικό του επίπεδο, η μεγάλη οπισθοδρόμηση των μαζών, η φασιστική δημαγωγία και η δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας» συντέλεσαν ώστε οι Αλβανοί του Κοσόβου όχι μόνο να μην διεξάγουν αγώνα κατά του φασισμού αλλά αντίθετα να στραφούν εναντίον του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου στη Γιουγκοσλαβία…».
Η Αλβανία σχεδίαζε τη συγκρότηση «Επιτροπής Απελευθέρωσης» της αυτόνομης περιοχής του Κόσοβου-Μετόχια για τον συντονισμό της εξέγερσης των Αλβανών κατά του καθεστώτος του Τίτο. Αλλά η Μόσχα δεν ενθάρρυνε τις προσπάθειες απόσχισης του Κοσόβου από τη Γιουγκοσλαβία γιατί αυτή η κίνηση δεν θα είχε την υποστήριξη των λαών της Γιουγκοσλαβίας και διαμήνυσε στα Τίρανα ότι «το θέμα του Κοσόβου μπορεί να λυθεί επιτυχώς μονάχα μετά την ανατροπή της δικτατορίας των Γιουγκοσλάβων εθνικιστών». Συνεπώς, οι Σοβιετικοί στόχευαν στην ανατροπή του Τίτο, όχι στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Το Κόσοβο από το 1946 ως τις μέρες μας
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανακήρυξη στις 31 Ιανουαρίου 1946 της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, το Κόσοβο αποτέλεσε επαρχία της Σερβίας. Πολιτικές σκοπιμότητες και οι ευρύτερες επιδιώξεις του Κροάτη Τίτο για μια βαλκανική συνομοσπονδία υπό την ηγεσία του, καθόρισαν το καθεστώς του Κοσόβου το οποίο το 1968 απέκτησε αυτονομία και με το Σύνταγμα του 1974 αναγνωρίστηκε μαζί με τη Βοϊβοντίνα ως αυτόνομη επαρχία της Σερβίας, με δικαίωμα σε πλήρη και ισότιμη συμμετοχή στην ομοσπονδιακή διακυβέρνηση του κράτους και μετά τον θάνατο του Τίτο (1980) στη συλλογική προεδρία.
Όμως σταδιακά άρχισε να αλλάζει δραματικά η αναλογία ανάμεσα στον σερβικό και τον αλβανικό πληθυσμό του Κοσόβου. Το 1950 Σέρβοι και Αλβανοί ήταν περίπου 50%-50% στον πληθυσμό του (υπήρχαν επίσης πολύ μικρά ποσοστά από τις άλλες εθνικές ομάδες, τσιγγάνοι κλπ.). Το 1971 οι Αλβανοί έφτασαν το 73,7% και οι Σέρβοι το 18,4%, το 1981 οι Αλβανοί ήταν 77,5% και οι Σέρβοι 13,2%, το 1988 οι Αλβανοί ήταν το 85% του πληθυσμού του Κοσόβου ενώ στα τέλη του 20ου αιώνα οι Σέρβοι ήταν μόλις το 10% του πληθυσμού.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγάλη γεννητικότητα των Αλβανών (3,6 έναντι 2,1 που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος), σε ορισμένα ευνοϊκά οικονομικά μέτρα της κεντρικής εξουσίας και στη συρρίκνωση και τη φυγή των Σέρβων που ξεκίνησε το 1968 αλλά έλαβε μεγάλες διαστάσεις κατά τη δεκαετία του 1980. Παράλληλα, οι Αλβανοί αγρότες ως επί το πλείστον ενισχύθηκαν από την τοπική κυβέρνηση με δημόσια χρήματα αλλά και από ομογενείς του εξωτερικού και αγόρασαν σταδιακά εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων που ανήκαν σε Σέρβους. Επίσης, από την Αλβανία διοχετεύονταν στο Κοσσυφοπέδιο διδακτικά εγχειρίδια που τόνωναν τον αλβανικό εθνικισμό. Οι Αλβανοί εθνικιστές καταπίεζαν τους Σέρβους του Κοσόβου. Όσο ζούσε ο Τίτο, η κατάσταση εκεί ήταν ελεγχόμενη, μετά τον θάνατό του όμως η ισορροπία ανατράπηκε επικίνδυνα.
Ήδη από το 1981 στην Πρίστινα και άλλες πόλεις του Κοσόβου εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις των Αλβανών που διεκδικούσαν την απόσχιση της περιοχής από τη Σερβία και τη δημιουργία ανεξάρτητης δημοκρατίας στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας. Από τότε οι διώξεις των Σέρβων και των λιγοστών Μαυροβούνιων από τους Αλβανούς εντάθηκαν.
Ο σερβικός αλλά και διεθνής Τύπος ανέφεραν συχνά βιασμούς, βεβηλώσεις ιερών χώρων, βιαιοπραγίες και απειλές των Αλβανών σε βάρος των Σέρβων, την ίδια ώρα που οι φωνές των μετριοπαθών Αλβανών του Κοσόβου καταπνίγονταν. Οι διωκόμενοι Σέρβοι προτίμησαν να εγκαταλείψουν το Κοσσυφοπέδιο και οι ομοεθνείς τους έφτασαν ν’ αποτελούν πενιχρή μειοψηφία σε αυτό.
Έτσι δεν άργησε να εκδηλωθεί και ο σερβικός εθνικισμός με εκφραστή τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, αρχηγό από το 1986 του σερβικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Μιλόσεβιτς το 1988 πέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του και ανέτρεψε την τοπική ηγεσία στο Κοσσυφοπεδίο και με το νέο Σύνταγμα καταργήθηκε η αυτονομία της περιοχής και διαλύθηκαν η κυβέρνηση και το Κοινοβούλιό της. Αφού στη διοίκηση του Κοσόβου τοποθετήθηκαν ηγέτες πιστοί στον Μιλόσεβιτς και οι δημόσιες υπηρεσίες στελεχώθηκαν με Σέρβους αξιωματούχους, ακολούθησαν εκκαθαρίσεις στελεχών, δίκες Αλβανών αντιφρονούντων, κλείσιμο του Πανεπιστημίου της Πρίστινας και απομάκρυνση των μετριοπαθών στελεχών της αλβανικής πλευράς.
Η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε στα τέλη του 1991 ενώ στο Κόσοβο ξεκίνησε η δράση του Ου-Τσε-Κα (UCK) ,αλβανικού αντάρτικου κινήματος, που ενισχύθηκε πιθανότατα από το εξωτερικό. Ο UCK προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον σερβικό στρατό ενώ το 1996 προέβη σε εκτεταμένες σφαγές Σέρβων και μετριοπαθών Αλβανών αντιφρονούντων. Το 1998 ο Μιλόσεβιτς ενήργησε μεγάλη επίθεση εναντίον του UCK, την ηγεσία του οποίου ανέλαβε ο Ατζίμ Τσέκου, ένας από τους πρωτεργάτες της σερβικής εθνοκάθαρσης στην Κράινα.
Οι προσπάθειες για διπλωματική επίλυση του προβλήματος και από το εξωτερικό απέτυχαν κι έτσι φτάσαμε στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς που ξεκίνησαν στις 24 Μαρτίου 1999. Βέβαια η διεθνής κοινότητα δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία και παρέμεινε αδρανής όταν το 1995 ο στρατός της Κροατίας προέβη σε μαζικές εκτελέσεις Σέρβων κατοίκων της Κράινα που κατοικούσαν εκεί από τα τέλη του 17ου αιώνα και έφταναν τις 550.000 περίπου δηλαδή το 11,5% του συνολικού πληθυσμού της Κροατίας.
Οι διπλωματικές προσπάθειες που ακολούθησαν απέτυχαν και στις 17 Φεβρουαρίου 2008 η Βουλή του Κοσόβου ανακοίνωσε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία που βέβαια αντέδρασε. Μέχρι σήμερα περίπου 100 χώρες, ανάμεσά τους δεν βρίσκεται η Ελλάδα, έχουν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου παραμένει ουσιαστικά άλυτο. Αποτελεί μια χαίνουσα πληγή που τείνει να κακοφορμίσει και όπως δείχνουν και τα τωρινά γεγονότα να αποτελέσει τη θρυαλλίδα ευρύτερων συγκρούσεων και ανακατατάξεων στην «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», τα διαρκώς ταραγμένα Βαλκάνια…
ΜΑΡΙΑ ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ