Ένα εντυπωσιακό και επιβλητικό κάστρο στη Ρουμανία, που μοιάζει βγαλμένο από άλλη εποχή, φέρει ελληνικό όνομα και μεγάλη ιστορία: Ο λόγος για το Κάστρο των Καντακουζηνών.
Το «Castelul Cantacuzino» βρίσκεται στο Bușteni, μια μικρή ορεινή, γραφική πόλη της Ρουμανίας, στην περιοχή Zamora, στον δρόμο που φέρει το ίδιο όνομα. Το κτήριο έχει μεγάλη αρχιτεκτονική, ιστορική και καλλιτεχνική αξία.
Το ιστορικό κτήριο χτίστηκε μεταξύ 1901 και 1911 από τον αρχιτέκτονα Grigore Cerchez (1850-1927), μια εξέχουσα μορφή του νεο-ρουμανικού στιλ, κατόπιν αιτήματος του πρίγκιπα Gheorghe Grigore Cantacuzino (Γεώργιος Γρηγόριος Καντακουζηνός), ο οποίος είχε το παρατσούκλι «Ναμπαντούλ».
Έχει έκταση 3.000 τ.μ. και χτίστηκε στη θέση ενός παλιού κυνηγετικού καταφυγίου όπου η οικογένεια του πρίγκιπα χρησιμοποιούσε ως στάση κατά τη διάρκεια των προσκυνημάτων τους στο γειτονικό Μπρασόβ, στους πρόποδες των Καρπαθίων, ήδη από τον 17ο αιώνα.
Στα εγκαίνιά του, το κάστρο εντυπωσίασε όχι μόνο για το αρχιτεκτονικό στιλ και την επιβλητική ομορφιά του, αλλά και για τις σύγχρονες εγκαταστάσεις του σε σχέση με την εποχή, όπως ηλεκτρισμός, αποχέτευση και πόσιμο νερό. Το 1914 εγκαταστάθηκε τηλεφωνική γραμμή και το 1930 λέβητας θέρμανσης.
Το 1923, ως φόρος τιμής στον πρίγκιπα, που είχε ήδη πεθάνει, πάνω από την είσοδο της εσωτερικής αυλής του κάστρου, σκαλίστηκε σε πέτρα το ακόλουθο κείμενο: «Εγώ, ο Γεώργιος Γρηγόριος Καντακουζηνός, με τη σύζυγό μου, Ecaterina Băleanu, έχτισα αυτό το κάστρο στη μνήμη των προγόνων μου και ως καταφύγιο των απογόνων μου».
Μέχρι το 1930, το κάστρο χρησιμοποιούταν ως θερινή κατοικία της οικογένειας του πρίγκιπα. Το κάστρο ανήκε στην οικογένεια μέχρι και το 1948, όταν κατασχέθηκε από την κομμουνιστική κυβέρνηση και χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ανάπαυσης υψηλόβαθμων αξιωματούχων, σανατόριο και νοσοκομείο.
Μετά το 1989 το κάστρο επέστρεψε στα χέρια της οικογένειας, οι απόγονοι της οποίας το πούλησαν σε ιδιώτες το 2004. Το 2008, το κάστρο αγοράστηκε από μια ιδιωτική εταιρεία, και το 2010 αναστηλώθηκε και άνοιξε τις πύλες του για τους τουρίστες. Έγιναν εργασίες αποκατάστασης και σήμερα είναι επισκέψιμο για το κοινό, ενώ στους χώρους του λειτουργεί ξενοδοχείο, πάρκο με γλυπτά και εστιατόρια-καφέ με βεράντα.
Το κάστρο μερικές φορές αναφέρεται και ως «Κάστρο Zamora» λόγω της περιοχής όπου είναι χτισμένο. Ωστόσο, λέγεται ότι το όνομα «Zamora» προήλθε από ένα κυνηγόσκυλο που ανήκε στα μέλη της οικογένειας. Φώναξαν «Za ‘Mura!» για να δώσουν το σήμα στο κυνηγόσκυλο να τους φέρει το θήραμα.
Η κατασκευή του Κάστρου των Καντακουζηνών
Το κάστρο είναι ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό στολίδι νεο-βρανκοβιανού ρυθμού, ένα αρχιτεκτονικό στιλ του 19ου και 20ο αιώνα, στο οποίο το έργο ενσωματώνει ένα μείγμα στοιχείων από προηγούμενα ιστορικά στιλ (Βυζαντινό, Οθωμανικό και ύστερο αναγεννησιακό) για να δημιουργήσει κάτι νέο και πρωτότυπο.
Η κατασκευή του είναι σε στιλ pavillion, με σχήμα τετράπλευρου και ανοιχτή τη νότια πλευρά. Ολόκληρο το κάστρο αποτελείται από τέσσερα κτήρια: Το κύριο κτήριο, το κτήριο υπηρεσίας, το διοικητικό κτήριο και το παρεκκλήσι. Είναι κατασκευασμένο από λαξευμένη πέτρα εξωτερικά και τούβλο εσωτερικά, η θεμελίωση είναι από σκυρόδεμα και η στέγη από κεραμίδια.
Το εσωτερικό του κάστρου έχει έντονο ρομαντικό χαρακτήρα, προσφέροντας εντυπωσιακές λεπτομέρειες και διακοσμητικά στοιχεία όπως μωσαϊκά, τοιχογραφίες, βιτρό, κεραμικά, επιβλητικά τζάκια, δρύινες πόρτες και επιφάνειες, μαρμάρινες σκάλες, ευρύχωρη αίθουσα χορού και οικογενειακά κειμήλια.
Όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αναδεικνύονται από ένα επιβλητικό φωτιστικό: Έναν εντυπωσιακό πολυέλαιο, αντίγραφο του πολύ μεγαλύτερου αυθεντικού που κρέμεται στο Μεγάλο Μουσείο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης.
Έξω από το κάστρο, πάνω από την κύρια είσοδο, δεσπόζει το έμβλημα της οικογένειας, σκαλισμένο σε πέτρα. Στην εσωτερική αυλή του κάστρου, στην ανατολική πλευρά, στέκει ένας κυνηγετικός πύργος.
Περιβάλλεται από καταπράσινους κήπους με εντυπωσιακή αυλή, παρατηρητήριο, πλακόστρωτα σοκάκια που οδηγούν σε μια οικογενειακή εκκλησία, σιντριβάνια και σπήλαιο.
Από το 2015, ο επάνω όροφος του κάστρου φιλοξενεί μια γκαλερί, η οποία εκθέτει περιοδικές εκθέσεις με έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως των Leonardo da Vinci, Salvador Dalí, Pablo Picasso, Marc Chagall, Vincent Van Gogh, Henri Matisse, Henri de Toulouse-Lautrec κ.α.
Ποιος ήταν ο Γεώργιος Γρηγόριος Καντακουζηνός
Ο Ρουμάνος πρίγκιπας με το ελληνικό όνομα, ήταν Ρουμάνος πολιτικός που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της χώρας. Ήταν ένας από τους πλουσιότερους άνδρες της Ρουμανίας και απόγονος μιας οικογένειας με μεγάλη ιστορία και όνομα.
Ήταν γόνος της αρχοντικής οικογένειας των Καντακουζηνών, ήταν Φαναριώτες με καταγωγή από την αρχαιοελληνική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, και κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας.
Η οικογένεια των Καντακουζηνών ήταν μια από τις παλαιότερες οικογένειες στη νότια Ευρώπη. Το πρώτο έγγραφο που αναφέρει τους Καντακουζηνούς χρονολογείται το 1094, την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο διάσημος ιστορικός Nicolae Iorga, το 1902, κατόπιν προσωπικού αιτήματος του πρίγκιπα και με βάση το οικογενειακό αρχείο της οικογένειας των Καντακουζηνών και μετά από μακρά έρευνα στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης, του προσκόμισε έγγραφα που επιβεβαίωναν την άμεση σύνδεσή του με τον Αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Ιωάννη ΣΤ’.
Σπούδασε νομικά στο Βουκουρέστι και στο Παρίσι, όπου και αναγορεύθηκε διδάκτωρ. Ασχολήθηκε με την πολιτική διατελώντας μεταξύ άλλων υπουργός εσωτερικών, δικαιοσύνης, αρχηγός του συντηρητικού κόμματος καθώς και πρόεδρος της Γερουσίας. Το 1899 ανέλαβε την πρωθυπουργία, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 19 Ιουλίου 1900. Στις 4 Ιανουαρίου 1906 ανέλαβε για δεύτερη φορά την πρωθυπουργία παραμένοντας στον θώκο μέχρι και την παραίτησή του στις 24 Μαρτίου 1907.
Στην ιδιοκτησία του εκτός από το Κάστρο των Καντακουζηνών, ήταν και το Παλάτι των Καντακουζηνών στο Βουκουρέστι. Ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει αρκετά παιδιά μεταξύ των οποίων τον Μιχαήλ Καντακουζηνό ενώ ήταν πεθερός της Alexandrina Pallady-Cantakuzino, σημαντικής Ρουμάνας πολιτικής ακτιβίτριας, φιλάνθρωπου και διπλωμάτισσας. Πέθανε το 1913 από πνευμονική νόσο.
iefimerida