Είχαμε ανθρώπους των σπηλαίων στην Ελλάδα; Οι αρχαιολόγοι απαντούν καταφατικά. Ανάμεσα στα σπήλαια που έχουν ερευνηθεί, είναι και εκείνο της Θεόπετρας, στην Καλαμπάκα. Κατοικήθηκε από ανθρώπους περίπου επί 130 χιλιάδες χρόνια- οι χρονολογήσεις κυμαίνονται από το 130.000 μέχρι τα 4.300-4.200 π.Χ. περίπου, και είναι ίσως ο περισσότερο χρονολογημένος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα.
Περισσότερες πληροφορίες για τον σημαντικό αυτό αρχαιολογικό χώρο, μπορείτε να πάρετε παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ «Αστικό Τοπίο: Προϊστορικός Οικισμός και Μουσείο στην Θεόπετρα Τρικάλων» σήμερα στις 21:00 στο Κανάλι της Βουλής. Η αρχαιολόγος που το έχει ανασκάψει, Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα, επίτιμη διευθύντρια του ΥΠΠΟ, ξεναγεί τους θεατές στα «μυστικά» του σπηλαίου.
Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στη Θεσσαλία, στην Ελλάδα, στη βόρειο-ανατολική πλευρά σχηματισμού ασβεστολιθικών πετρωμάτων, 3χλμ νότια της Καλαμπάκας. Η αρχαιολογική θέση χαρακτηρίστηκε σημαντική εξαιτίας της ανθρώπινης παρουσίας σε όλες τις περιόδους της Μέσης και Ανώτερης Παλαιολιθικής, της Μεσολιθικής και της Νεολιθικής περιόδου και ύστερον, γεφυρώνοντας το Πλειστόκαινο με το Ολόκαινο. Σε αυτό το σπήλαιο βρίσκουμε ουσιαστικά μια πρώτη φυσική κατοικία για τον άνθρωπο. Σε αυτήν κατοίκησαν συνεχώς άνθρωποι αρκετές χιλιάδες χρόνια και οπωσδήποτε συγκινησιακά ένας τέτοιος τόπος είναι αρκετά φορτισμένος. Άραγε τι είναι αυτός ο χώρος που ακόμη και σήμερα μας προκαλεί αυτά τα συναισθήματα;
Ο άνθρωπος δεν γνώριζε από πάντα τη χρήση του πυρός. Απέκτησε αυτή τη γνώση ύστερα από αμέτρητα χρόνια παρατηρήσεων, βλέποντας να ανάβουν τυχαίες φωτιές. Όταν σκέφτηκε να διερευνήσει πώς γίνεται αυτό, απέκτησε και την τεχνογνωσία για παραγωγή της φωτιάς και για τη διατήρησή της.
Σύμφωνα με την κα Κυπαρίσση, η φωτιά φτάνει στο σπήλαιο περί το 130.000 οπότε, λογικά, οι κάτοικοι θα ήταν Νεάντερνταλ. Δεν έχουν βρεθεί σκελετοί τους, ωστόσο, κι έτσι οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να είναι σίγουροι. Πάντως, τη χρησιμοποίησαν και οι Homo Sapiens και μάλιστα εκτεταμένα.
Η φωτιά αποτελεί επαναστατική γνώση για εκείνες τις περιόδους. Οι κάτοικοι των σπηλαίων τη χρησιμοποιούν για να στεγνώσουν τα δάπεδα από νερά που μπαίνουν, ίσως για να μαγειρεύσουν κάτι, και, αργότερα, για να ψήσουν πηλό.
Το σπήλαιο της Θεόπετρας έχει πολύ κοντά του τον ποταμός Ληθαίο, παραπόταμος του Πηνειού, που στη συνέχειά του διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. σύμφωνα με την ανασκαφέα. Η είσοδος είναι αψιδωτή διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ.ύψος και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων.
Αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ενώ βεβαίως είναι πολύ πιθανό ότι υπήρξαν και διαστήματα που το εγκατέλειπαν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς το κλίμα άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων. Το σπήλαιο χρησίμευσε επίσης ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου, αλλά επίσης για το σταυλισμό ζώων
Στις επιχώσεις του σπηλαίου Θεόπετρας αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη γνωστή ως τώρα ακολουθία προϊστορικών επιχώσεων (περίπου 6μ. πάχος), στην οποία εμπεριέχονται μέρος του Πλειστοκαίνου (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική) και το Ολόκαινο (Μεσολιθική και Νεολιθική) σε συνέχεια, χωρίς διακοπή.
Οι εναλλαγές του κλίματος
Το κλίμα, σύμφωνα με την ανασκαφέα, «φαίνεται πως άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο με την εναλλαγή θερμών και ψυχρών επεισοδίων, κατά τα οποία ο πληθυσμός του σπηλαίου αναλόγως αυξανόταν και μειωνόταν. Τα επεισόδια αυτά έχουν αφήσει τα κατάλοιπά τους στο σπήλαιο της Θεόπετρας, μοναδικό μάρτυρα αυτών των φυσικών αλλαγών σε αρχαιολογική θέση σε τόσο χαμηλό υψόμετρο μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, ενώ είναι επίσης το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης με τόσο έντονα χαρακτηριστικά παγετώνων στη διάρκεια του Πλειστοκαίνου.
Από τη μικρομορφολογική εξέταση δειγμάτων όλων των στρωμάτων, προέκυψαν πολλές ψυχρές φάσεις που έχουν αποτυπωθεί στα ιζήματα: η πρώτη στο κατώτερο στρώμα του σπηλαίου, παλαιότερη δηλ. των 130-140.000 χρόνων πριν από σήμερα, η δεύτερη στο ανώτερο στρώμα της πρώτης καύσης, δηλαδή περίπου στην παραπάνω ηλικία. Αυτή επεκτείνεται ως τα 18.000 χρόνια πριν, που θεωρείται πέρας της τελευταίας παγετώδους περιόδου. Μια εκτεταμένη καύση που εμφανίζεται στις αποθέσεις του σπηλαίου με τη μορφή πολλών εστιών φωτιάς, όλων στον ίδιο ορίζοντα, και έχει χρονολογηθεί στα 60.000 περίπου χρόνια πριν από σήμερα, αντανακλά διακοπή των πολύ κακών κλιματικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή καθ’ όλο το διάστημα της τελευταίας παγετωνικής έξαρσης .
Μετά την τελευταία μέγιστη παγετώδη περίοδο- Last Glacial Maximum- (35000 έως 18000 χρόνια πριν) φαίνεται πως αυξήθηκε ραγδαία ο πληθυσμός μέσα στο σπήλαιο κρίνοντας από την αντίστοιχη εντυπωσιακή αύξηση των λίθινων εργαλείων σε αυτά τα στρώματα. Τέλος, στα 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα παρατηρήθηκε στο σπήλαιο το τελευταίο σύντομο ψυχρό επεισόδιο, επονομαζόμενο Younger Dryas που πιστοποιήθηκε εδώ για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο.»
«Η εγκατάλειψη του σπηλαίου από τους ενοίκους του γύρω στα 4.000 π.Χ. πιθανότατα συνδέεται με φυσικά φαινόμενα καθώς και με την εκμετάλλευση της γης με την καλλιέργεια» είπε η αρχαιολόγος. «Η έντονη δράση του νερού που μπήκε στο σπήλαιο μέσω των καρστικών αγωγών προς το τέλος της Νεολιθικής και η αποκόλληση και κατάπτωση μεγάλων τεμαχών από την οροφή, πάλι εξ αιτίας διάβρωσής τους, πιθανότατα ώθησε τους ενοίκους έξω από το σπήλαιο σε αναζήτηση άλλου τόπου εγκατάστασης και σε έναν τρόπο ζωής που γνώριζαν ήδη από υπαίθριους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή τους.»
Οι κάτοικοι κατασκευάζουν λίθινα εργαλεία, διαφορετικά κατά περιόδους, θάβουν τους νεκρούς τους, και χρησιμοποιούν δόντια ελαφιών ή όστρακα θαλασσινών για στολισμό. Εχουν επίσης κατασκευάσει ένα τείχος-φράγμα της εισόδου, «το οποίο εκτιμούμε ότι είναι από τα αρχαιότερα γνωστά τεχνικά έργα» λέει η κα Κυπαρίσση. «Οι πέτρες δεν ήταν τυχαία πεσμένες, όπως αρχικά κι εμείς νομίσαμε, αλλά ήταν στέρεα πακτωμένες δημιουργώντας ένα συμπαγές σύνολο στην είσοδο ακριβώς του σπηλαίου, το οποίο μάλιστα συνδυαζόταν στα δύο άκρα του και με την παρουσία βράχων που προϋπήρχαν εκεί. Χρονολογήθηκε με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας στα 22.000-24.000 πριν από σήμερα, εμπίπτει δηλαδή με βεβαιότητα στο πολύ ψυχρό διάστημα του Last Glacial Maximum. Ένα τέτοιο έργο θα προφύλασσε τον ανθρώπινο πληθυσμό τόσο από το κρύο και τα καιρικά γενικά φαινόμενα, όσο και από ζώα, τα οποία επίσης θα αναζητούσαν καταφύγιο στο σπήλαιο.»
Στη Νεολιθική πλέον περνούμε στην κατασκευή λειασμένων εργαλείων, πάντοτε από πετρώματα, που προορίζονταν για τις νέες δραστηριότητες του ανθρώπου, όπως είναι η γεωργία, η κοπή δένδρων κ. ά.
Τι έτρωγαν οι κάτοικοι;
Ετρωγαν στάρι, κριθάρι, ελιές και όσπρια, όπως και ελάφια, αγριογούρουνα, αρκούδες και λαγούς. Ανήκαν και στο είδος των Νεάντερνταλ και στο είδος του Homo sapiens- sapiens, και κατοίκησαν τον χώρο διαδοχικά.
Παρότι το φαινόμενο της διαγένεσης στον κεντρικό χώρο του σπηλαίου διέλυσε σχεδόν στο σύνολό τους τα οστά, χάρη στην ανατολική περιοχή που έμεινε έξω από αυτή τη διαδικασία επειδή βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο και δεν δέχτηκε ποσότητες νερού από τους νότιους καρστικούς αγωγούς, έγινε δυνατό να ταυτιστούν στην Παλαιολιθική και Μεσολιθική επίχωση οστά ζώων όπως σπηλαίας άρκτου, ύαινας, αλλά και αιγοειδών, κόκκινου ελαφιού, δορκάδας, ελαφιού δάμα, αλεπούς, ασβού, αρκούδας, λαγού, λύκου, χελώνας, πάπιας, πέρδικας κ.ά. πτηνών, π.χ. περιστεριών, κορακοειδών, αετού κλπ. Επιπλέον, από τα ευρήματα στις όχθες του Πηνειού κατά τις έρευνες του Milojcic έχει διαπιστωθεί η παρουσία στη Θεσσαλία ελεφάντων, ρινόκερων, ιπποποτάμων, αλόγων και ποικίλων μυρικαστικών για τις θερμές περιόδους της Παλαιολιθικής.
Από τη νεολιθική επίχωση αναγνωρίστηκαν πολλά οστά ζώων, όπως αιγοπρόβατα που αποτελούν και το κυρίαρχο είδος σε ποσοστό περίπου 60%, βοοειδή, χοίροι και σκύλος εξημερωμένα, αλλά και γύρω στο 11% άγρια ζώα, όπως διάφορα είδη ελαφιών, αγριογούρουνο, αρκούδα, λαγός, αγριόγατα και ασβός ως αποτέλεσμα κυνηγιού. Σε οστό αρκούδας χρονολογημένο στη Νεολιθική περίοδο-προς το τέλος της 5ης χιλιετίας- (DEM 1968/ 5,441±30 BP/ 4,350-4,240 BC) βρέθηκαν αποτυπώματα από μαχαιριές που αποδίδονται σε προσπάθεια τεμαχισμού του ζώου.
Αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα
Ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες προκύπτουν επίσης από τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και την ανθρακολογική μελέτη. Με τη διαδικασία του νεροκόσκινου εντοπίστηκαν στα παλαιολιθικά στρώματα καμένοι καρποί, όπως άγριο αμύγδαλο, βατόμουρο, σύκο, αγριοτσικουδιά, μπιζέλι, κράνο, ιπποφαές, κ.ά. ψυχανθή (όσπρια-φακή, μπιζέλι, λαθούρι) και αγρωστώδη (δημητριακά-κριθάρι, βρώμη), ως αποτέλεσμα καρποσυλλογής προς βρώση καθώς και άλλα είδη αγριόχορτων προορισμένων κυρίως για ζωοτροφές, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι οι Παλαιολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου χρησιμοποιούσαν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία καρπών και φυτών, που δεν επιβίωσαν ώστε να φθάσουν ως εμάς.
Στη Νεολιθική περίοδο οι άγριοι πρόγονοι των δημητριακών αντικαθίστανται από καλλιεργούμενα είδη, ενώ το σιτάρι (μονόκοκκο και κυρίως δίκοκκο) αποτελεί το πολυπληθέστερο εύρημα. Παράλληλα με την καλλιέργεια των οσπρίων και των δημητριακών διατηρείται σε κάποιο βαθμό η παράδοση της τροφοσυλλογής από τους νεολιθικούς γεωργούς, όπως προκύπτει από τη συνεχιζόμενη παρουσία άγριων φυτών στο νεολιθικό αρχαιοβοτανικό σύνολο της θέσης.
Λόγω της σπουδαιότητάς του για την ιστορία της ΝΑ Ευρώπης το σπήλαιο έχει αναδειχθεί σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, ενώ τα ευρήματά του αναδεικνύονται στο Μουσείο (ΚΤΕΣΘ) στην είσοδο του χωριού, όχι μακριά από το σπήλαιο.
Αγγελική Κώττη- Τhe President