Από χθες η παγκόσμια σεισμολογία θρηνεί την απώλεια ενός εκλεκτού στελέχους της, του καθηγητή Βασίλη Παπαζάχου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 χρόνων. Εφεξής θα αναπαύεται στην αγκαλιά της ελληνικής γης, της πιο σεισμογενούς σε όλη την Ευρασία, τον «θυμό» και τα «ξεσπάσματα» της οποίας μελέτησε επί δεκαετίες, όσο κανένας άλλος.
«Εχω περάσει τα δύο τρίτα της ζωής μου μέσα στα ρήγματα. Νομίζω ότι ξέρω, και γενικότερα η επιστήμη της σεισμολογίας ξέρει πολλά για το “τέρας” του Εγκέλαδου, αλλά όχι όλα όσα χρειαζόμαστε για να το δαμάσουμε…», μου είχε πει σε μια παλιότερη de profuntis συνέντευξη για την «Κ».
Μέχρι που «βγήκε η ψυχή» του, δεν έπαψε να φωνάζει: «Βραχείας διαρκείας πρόγνωση των σεισμών, που να έχει πρακτική σημασία, δεν είναι έως τώρα δυνατή. Δεν έχουμε καταφέρει, δηλαδή, ως επιστήμη πρόγνωση που να λέει ότι την τάδε ημερομηνία, την τάδε ώρα, θα γίνει στο τάδε μέρος ισχυρός σεισμός, ώστε να πούμε στον κόσμο να φύγει από το σπίτι του. Η άμυνα που διαθέτουμε σήμερα απέναντι στους σεισμούς είναι η κατασκευή γερών, ανθεκτικών κτιρίων με αυστηρούς αντισεισμικούς κανονισμούς, και οι τακτικές ασκήσεις ετοιμότητας στον πληθυσμό».
Δεν δίστασε σε δύσκολες στιγμές, όπως στον σεισμό των 6,5 Ρίχτερ της Θεσσαλονίκης (22 Ιουνίου 1978), με τους σαράντα οκτώ νεκρούς, να πάει κόντρα στον φόβο και προτάσσοντας την επιστημονική γνώση να προτρέψει τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να μην εκκενώσει την πόλη, όπως τον συμβούλευαν μερικοί. «Στις 5 Ιουλίου 1978, όταν είχαν επιστρέψει αρκετοί Θεσσαλονικείς στα σπίτια τους (μετά τα 6,5 Ρίχτερ), έγινε ένας σεισμός μεγέθους 5 Ρίχτερ, που είχε την εστία του στο δυτικό μέρος του ρήγματος της Βόλβης και ήταν πολύ κοντά στην πόλη», γράφει στο βιβλίο του «Ταξίδι στο παρελθόν» και προσθέτει: «Γι’ αυτό πρότειναν στον πρωθυπουργό να εκδώσει ανακοίνωση για να συστήσει στους κατοίκους να φύγουν από την πόλη. Ο Καραμανλής με κάλεσε τότε και μου είπε ότι αυτός θα αναλάβει τη σχετική πολιτική απόφαση, αλλά ήθελε πρώτα τη γνώμη μου. Του είπα ότι δεν πρέπει να εκδώσει τέτοια ανακοίνωση, γιατί η διεθνής σχετική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες ανακοινώσεις έχουν συνήθως μεγαλύτερες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες απ’ ό,τι οι συνέπειες ενός ισχυρού σεισμού. Του ανέφερα επίσης ότι από τις μέχρι τώρα καταγραφές (από τον φορητό σεισμογράφο των Σαράντα Εκκλησιών) προκύπτει ότι η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται ομαλά. Αποφάσισε να μην εκδώσει την ανακοίνωση».
Ακόμη και τότε ο Παπαζάχος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του στον 6ο όροφο πολυκατοικίας πίσω από τη Ροτόντα. Οπως μου είχε περιγράψει: «Ηταν ένα απόκοσμο φαινόμενο τις νύχτες, με σβηστά τα φώτα παντού στις γύρω οικοδομές, να αχνοφέγγει το δικό μου διαμέρισμα». Εκείνες τις δύσκολες ώρες που οι φήμες περί νέου μεγάλου σεισμού διέτρεχαν τους καταυλισμούς σπέρνοντας τον τρόμο στους σεισμόπληκτους, πολλοί ήταν αυτοί που έσπευδαν τα βράδια κάτω από το διαμέρισμα του Παπαζάχου για να δουν εάν είχε φως στο διαμέρισμά του, ώστε να επιστρέψουν οι ίδιοι στα δικά τους.
Ο Βασίλης Παπαζάχος γνώρισε την παγκόσμια επιστημονική καταξίωση, και η σεισμολογία τον τοποθέτησε πλάι σε ιερά της τέρατα, όπως ο Ρώσος Σομπόλεφ, ο Ιάπωνας Καναμόρι, ο Ρουμάνος Πουρκάρου κ.ά. Τουλάχιστον εννέα επιστημονικά βιβλία και περισσότερες από διακόσιες εργασίες δημοσιευμένες σε έγκυρα διεθνή περιοδικά αφήνει πίσω του, μαζί με την αγάπη και τον σεβασμό όλης της Ελλάδας.
Ο άνθρωπος Παπαζάχος αγάπησε, πλην της οικογενείας του και της σεισμολογίας, με πάθος το χωριό του, το Σμόκοβο Καρδίτσας, και θέλησε, όντας στις δόξες του, να προσφέρει περισσότερα θέτοντας υποψηφιότητα για πρόεδρος της κοινότητας. Δεν τον εξέλεξαν(!) οι συγχωριανοί του και αυτό τον πίκρανε αφάνταστα. Εχασε το Σμόκοβο τον Παπαζάχο, αλλά τον κέρδισε η σεισμολογία, την οποία είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει για χάρη του χωριού του.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ- καθημερινή