εν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει αλλά την υπόθεση του συντρόφου Γεωργούλη τη συνοδεύει η σιωπή ενός χώρου ο οποίος στον λίγο καιρό της ύπαρξής του δεν ήταν τίποτα άλλο από θορυβώδης (κάποιοι λένε και υστερικός αλλά διαχωρίζω εντελώς τη θέση μου). Φαίνεται πως οι καταγγελίες για βιασμό και ξυλοδαρμό εναντίον του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκινούν τόσο τους παθιασμένους πολέμιους της έμφυλης βίας τους οποίους μάθαμε μέσω της θεατρικοτηλεοπτικής παραγωγής που ονομάστηκε «ελληνικό #MeToo».
Θα περίμενε κανείς ότι μια καταγγελία, την οποία οι βελγικές αρχές θεωρούν τόσο σοβαρή ώστε να ζητήσουν την άρση της βουλευτικής ασυλίας του συντρόφου ευρωβουλευτή προκειμένου να του απαγγείλουν κατηγορίες, θα συγκινούσε τους ευαίσθητους μαχητές που είχαν ξεσπαθώσει με την υπόθεση Λιγνάδη. Θα περίμενε κανείς πύρινα ποστ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που θα έθεταν τον ΣΥΡΙΖΑ προ των ευθυνών του, θα περίμενε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από τα γραφεία του κόμματος στην Κουμουνδούρου. Θα περίμενε να εκδηλωθεί η απαίτηση το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να δώσει πειστικές εξηγήσεις για την αδυναμία να πάρει στα σοβαρά τις φήμες που, όπως έχουν ομολογήσει οι ίδιοι οι σύντροφοι, γνώριζαν εδώ και μισό ή ένα ή δύο χρόνια (ανάλογα με το ποιος σύντροφος μιλάει).
Επίσης κάποιος θα περίμενε οι παρουσιαστές και οι θαμώνες των λάιφ στάιλ εκπομπών, που σε κάθε ευκαιρία ξεσπαθώνουν εναντίον οποιουδήποτε καταγγελθεί ως κακοποιητής, να έδειχναν τον ίδιο ζήλο και σ’ αυτήν την περίπτωση, να έλεγαν και για την κυρία που κατήγγειλε τον Γεωργούλη το «εγώ, αδερφή μου, σε πιστεύω» και όχι να αφήνουν σε κάθε ευκαιρία να εννοηθεί ότι αυτό που θέλουν να πουν είναι «εγώ, αδερφή μου, σε πιστεύω αλλά η περίπτωσή σου δεν κάνει για αντιπολίτευση και επιπλέον δεν μας δίνει ευκαιρία για δημόσιες σχέσεις αφού και ο καταγγελλόμενος είναι θαμώνας των εκπομπών μας και μερικών από μας και φίλος μας, οπότε μήπως καλύτερα να μιλήσουμε για τον καιρό που είναι φοβερά άστατος και δεν ξέρεις πώς να ντυθείς, βρε παιδί μου, τι πράγμα κι αυτό φέτος».
Βέβαια, αυτά θα τα περίμενε κάποιος που δεν ζει στην Ελλάδα.