Μια ιστορία 35 χρόνων, που αποδεικνύει γιατί το πολιτικό κόστος κατέστρεψε την Ελλάδα

Το 1986, ελήφθη από το Επιτελείο Εθνικής Άμυνας η απόφαση μετακίνησης της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών από τον Βόλο.

Μια απόφαση εξαιρετικά λογική και επιβεβλημένη καθώς τα αρματαγωγά που προορίζονται για την Ταξιαρχία αυτή εδρεύουν στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Άρα, εφόσον δεν πρόκειται για άσκηση και υπάρχει επιβεβλημένη άμεση μετακίνηση της μονάδας σε καυτό σημείο ή σημείο μάχης πρέπει να μεταφερθεί ολόκληρη η ταξιαρχία από το Βόλο στη Σαλαμίνα για να μπει στα πλοία και να προστρέξει στο σημείο, δηλαδή τρέχα γύρευε.

Από τότε, επί 35 χρόνια, 18 (+2 υπηρεσιακές) κυβερνήσεις και 16 διαφορετικοί υπουργοί Άμυνας δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν αυτή την απλή απόφαση. Ο λόγος, επίσης απλός αν και αδιανόητος όταν πρόκειται για την Εθνική Άμυνα: Η πίεση των τοπικών παραγόντων, βουλευτών, δημάρχων, παπάδων κ.λπ. οι οποίοι κάθε φορά που ανακινείται το θέμα κινητοποιούνται και απειλούν…

Και για ολοκληρωθεί η παράνοια, αφού οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι ανίκανες να υλοποιήσουν αυτή την απλή μεταφορά αποφάσισαν να φτιάξουν έναν νέο ναύσταθμο στο Βόλο.

Ας τα δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τον κλαυσίγελω της ελληνικής πολιτείας:

Για δεκαετίες, (σ.σ. από το 1975 βρίσκεται η 32η Ταξιαρχία Πεζοναυτών στον Βόλο) αυτό που ονομάζεται «δαμόκλειος σπάθη» του Αρχιπελάγους, δηλαδή οι Πεζοναύτες βρίσκονται μακριά από τα κύρια μέσα που θα τους μεταφέρουν στην αποστολή τους, δηλαδή από τα αρματαγωγά.

Πιο κοντά στην υλοποίηση της απόφασης φτάσαμε το 2018-2019, όταν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δαπανήθηκαν 600.000 ευρώ για να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες ανακαίνισης σε εγκαταστάσεις στον Σκαραμαγκά ώστε να φιλοξενηθούν εκεί οι Πεζοναύτες και να είναι δίπλα στο φυσικό τους περιβάλλον των αρματαγωγών.

Την ίδια εποχή, με άλλη ανάλογη δαπάνη, ανακατασκευάστηκαν οι εγκαταστάσεις στον Αυλώνα ώστε να μετακινηθεί το σύνολο της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών.

Το σκεπτικό ήταν σαφές: Η 32η Ταξιαρχίας Πεζοναυτών (32η ΤΑΞ ΠΝ) «Μοράβας» μεταφέρεται από τον Βόλο στην Αττική ώστε να βρίσκεται εγγύτερα του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, όπου εδρεύει η Διοίκηση Αμφιβίων Δυνάμεων (ΔΑΔ) του Αρχηγείου Στόλου, που επιχειρεί το σύνολο των αποβατικών πλοίων.

Σύμφωνα με τον δικτυακό τόπο του Πολεμικού Ναυτικού, σήμερα η ΔΑΔ επιχειρεί πέντε αρματαγωγά τύπου ΙΑΣΩΝ και τέσσερα πλοία ταχείας μεταφοράς τύπου Zubr (πρόκειται για ρωσικής / σοβιετικής προέλευσης αερόστρωμνα τα οποία μπορούν να επιτύχουν μέγιστη ταχύτητα έως 60 κόμβους – 111 χλμ./ώρα).

Ο Ευάγγελος Αποστολάκης, ως υπουργός Άμυνας υπέγραψε για δεύτερη φορά, την πρώτη ως αρχηγός ΓΕΕΘΑ, την τελική απόφαση για την μετακίνηση της Ταξιαρχίας.

Κι, όμως όλα ήταν ένα τηλεφώνημα, που έδωσε εντολή στον κ. Αποστολάκη να παγώσει τη μετακίνηση. Ήταν παραμονές των εκλογών και διακομματικά βουλευτές και τοπική κοινωνία με παρακάλια και απειλές κατάφεραν να «πείσουν» το Μέγαρο Μαξίμου να σταματήσει τη μετακίνηση.

Είναι μάλιστα σύνηθες, οι τοπικές κοινωνίες ακόμη και με την κινητοποίηση των εκκλησιαστικών αρχόντων να πιέζουν ώστε τα στρατόπεδα να παραμένουν εν ενεργεία διατηρώντας έναν οικονομικό πνεύμονα για την δική τους περιοχή.

Προφανώς, δεν τους απασχολεί το πως και κυρίως το πότε θα πάνε οι πεζοναύτες στο μέτωπο.

Χαρακτηριστική ήταν πριν λίγα χρόνια μελέτη του Γενικού Επιτελείου Στρατού, που κατέληγε ότι πρέπει τα 1.596 στρατόπεδα να μειωθούν κατά 400 και δυνάμεις να συγκεντρωθούν ώστε να υπάρχουν ενισχυμένα στρατόπεδα. Η υλοποίηση προχωρά μεν, αλλά δεν ολοκληρώνεται δε.

Η… νέα εποχή

Μετά τις εκλογές του 2019 το θέμα πάγωσε αρχικά αλλά τελικά αντί να επανενεργοποιηθεί η αρχική απόφαση, εξαγγέλθηκε η δημιουργία τρίτου Ναύσταθμου στο Βόλο, μέσα στον Παγασητικό σε μια περιοχή που αφενός επιχειρησιακά μπορεί να αποκλειστεί ιδιαίτερα εύκολα, τόσο από το Τρίκερι, όσο και από τα Βόρεια του Ευβοϊκού και αφετέρου διπλασιάζει την απόσταση και τον χρόνο αντίδρασης για παράδειγμα για τα Δωδεκάνησα, το Καστελόριζο και μια σειρά αμφισβητούμενων και απειλούμενων βραχονησίδων, στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου.

Μπορεί η ανάρτηση στη Διαύγεια που αφορά τις λιμενικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή αρματαγωγών στον Αλμυρό της Μαγνησίας να κάνει λόγο για μια δαπάνη 3.826.059,58 ευρώ, όμως τα χρήματα αυτά σίγουρα δεν αφορούν την κατασκευή του «μίνι-ναυστάθμου».

Μόνο και μόνο από την αρχική μελέτη που έχει κάνει η αρμόδια υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, στην οποία σχεδιάστηκε πως θα κατανέμονται τα αρματαγωγά, πως θα οργανωθούν οι εγκαταστάσεις ξηράς και πως τα απαραίτητα μηχανήματα που θα τροφοδοτούν τα πολεμικά πλοία, η δαπάνη φτάνει περίπου τα 100.000.000 ευρώ.

Βεβαίως στην ανάρτηση της Διαύγειας γίνεται λόγος για «πράξη, εκτέλεση και εκπόνηση ερευνών και μελετών που κρίνονται απαραίτητες πριν την εγκατάσταση της νέας ναυτικής βάσης στη θέση Άγιος Ιωάννης του Αλμυρού».

Πάντως αν υπολογίσει κανείς τα κονδύλια που απαιτούνται για την αναβάθμιση του Ναυστάθμου Κρήτης και στον Αλμυρό, παρατηρείται ότι οι δαπάνες εγκαταστάσεων για την «αποκέντρωση» του Ναυτικού δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν τα 600.000.000 ευρώ.

Η «αποκέντρωση» είναι κάτι που πολλά χρόνια πριν το ίδιο το ναυτικό είχε επιδιώξει και προτείνει προς τις πολιτικές ηγεσίες κάτι όμως που έμενε διαρκώς πίσω ελέω «προτεραιοτήτων».

Και μια ιστορική αναδρομή

Οι Δυνάμεις Πεζοναυτών συγκροτήθηκαν από τον Στρατό Ξηράς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Συγκεκριμένα το 1968, στην Αττική, από το επιστρατευόμενο 132ο Ελαφρό Σύνταγμα Πεζικού συγκροτήθηκε το 32ο Σύνταγμα Πεζοναυτών (32ο ΣΠΝ) με οργανικές μονάδες τα 505, 521 και 575 Τάγματα Πεζικού που μετονομάστηκαν σε Τάγματα Πεζοναυτών (ΤΠΝ).

Το 1975, η διοίκηση του 32ου ΣΠΝ μαζί με το 505 ΤΠΝ μετασταθμεύει στον Βόλο (δεν είναι γνωστό βάσει ποιου σκεπτικού επιλέχθηκε η περιοχή), ενώ το 575 ΤΠΝ παραμένει στη Χαλκίδα και το 521 ΤΠΝ στην Αττική (το 1983 μεταστάθμευσε στη Σύρο όπου παρέμεινε μέχρι το 1995).

Το 1976 με διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ) το 32ο ΣΠΝ υπάγεται οργανικά στη Διοίκηση Καταδρομών ΓΕΣ και εντάσσεται στις αποκαλούμενες Ειδικές Δυνάμεις. Δυστυχώς στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών αυτή η ελληνική ιδιομορφία δεν θεραπεύθηκε και στην ουσία αποτελεί τη δομική στρέβλωση – πηγή και των σημερινών προβλημάτων.

Δυστυχώς, το εγχείρημα «ναύσταθμος Αλμυρού» εντάσσεται σε μία γενικότερη διαδικασία που επιχειρεί να υλοποιήσει όραμα που είχε όποια επιχειρησιακή αξία και βασιμότητα πριν περίπου 50 – 60 χρόνια αλλά πλέον έχει αδιαμφισβήτητα ξεπεραστεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις που μεταβάλλουν δραματικά τον χώρο μάχης. Στην πράξη δηλαδή, δεν πρόκειται για μετεξέλιξη, αλλά για «αναπαλαίωση».

 

Hellasjournal