Η ελληνοεβραϊκή κοινότητα των Τρικάλων ήτανε προπολεμικά μία ευημερούσα κοινότητα και αριθμούσε 520 άτομα. Οι Εβραίοι των Τρικάλων ασχολούνταν από τον 15° αιώνα με την παραγωγή βαμβακερών, μεταξωτών και λινών υφασμάτων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα διατήρησαν το μονοπώλιο του κρασιού, ενώ από την απελευθέρωση των Τρικάλων το 1881 και μεταγενέστερα ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με το εμπόριο. Ορισμένοι δε εξ αυτών αναδείχθηκαν στον επαγγελματικό στίβο και διακρίθηκαν ως τραπεζίτες και αργυραμοιβοί.
Στη δίμηνη αρχικά παραμονή των Γερμανών στα Τρίκαλα, αν εξαιρεθεί το περιστατικό του Ιουνίου του 1941 με την απόπειρα ταπείνωσης των Τρικαλινών Εβραίων, δεν σημειώθηκαν, άλλα περιστατικά σε βάρος τους. Η γρήγορη αποχώρηση των γερμανικών μονάδων και η ανάθεση του ελέγχου των Τρικάλων στις ιταλικές στρατιωτικές μονάδες ήταν μία ευνοϊκή εξέλιξη για τους συμπολίτες Εβραίους διότι οι Ιταλοί είχαν αρνηθεί σθεναρά να εφαρμόσουν τα φυλετικά μέτρα εναντίον τους όπως απαιτούσαν οι εταίροι τους.
Η στάση αυτή των Ιταλών στάθηκε καίρια, διότι έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στην εβραϊκή κοινότητα να οργανωθεί καλύτερα. Ο ζωτικός αυτός χρόνος και η εν τω μεταξύ αλματώδης ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στη Θεσσαλία επέτρεψε σε πολλά μέλη της εβραϊκής κοινότητας είτε να μετακομίσουν σε απομακρυσμένες κοινότητες του νομού αποφεύγοντας την άμεση επαφή με τις δυνάμεις κατοχής είτε να επανδρώσουν τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Πάνω από 400 μέλη της εβραϊκής κοινότητας των Τρικάλων (ποσοστό 80%) εγκατέλειψαν την πόλη την περίοδο από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι το τέλος του 1943.
Η επάνοδος των Γερμανών στα Τρίκαλα τον Σεπτέμβρη του 1943 αποτέλεσε το έναυσμα για την φυγή και άλλων εβραϊκών οικογενειών από τον αστικό ιστό της πόλης.
Γνωρίζοντας ακριβώς την κατάσταση που επικρατούσε στα Τρίκαλα, οι Γερμανοί αξιωματικοί της φρουράς της πόλης ακολούθησαν παρελκυστική πολιτική προκειμένου να υλοποιήσουν στο ακέραιο τον στόχο της «καθολικής εξόντωσης των Εβραίων».
Από τον Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί προσκαλούσαν σχεδόν καθημερινά στο Δημαρχείο τούς επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας των Τρικάλων. Ο αργυραμοιβός Ηλίας Ρούσος και ο αδελφός του Ιούδας όπως και ο έμπορος Ματαθίας Έσδρα, γίνονταν δεκτοί με εξαιρετική ευγένεια από τους Γερμανούς αξιωματικούς, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία έδιναν τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να τους πειράξουν. Η μόνη τους απαίτηση ήταν να μην ενταχθούν στις αντιστασιακές οργανώσεις. Οι συνεχείς διαβεβαιώσεις, κυρίως όμως η σχετική ηρεμία που επικράτησε στα Τρίκαλα για πάνω από τρεις μήνες (Νοέμβριος 1943-Φεβρουάριος 1944), έπεισαν την εβραϊκή κοινότητα για τις «αγαθές» προθέσεις των Γερμανών.
Πολλά μάλιστα μέλη της κοινότητας πήρανε την πρωτοβουλία και με προσωπικές επαφές αλλά και με επιστολές παρότρυναν τους ομόθρησκους που έμεναν μακριά από τα Τρίκαλα να επανέλθουν. Αρκετοί πείσθηκαν και επέστρεψαν. Στις αρχές της άνοιξης του 1944 η ελληνοεβραϊκή κοινότητα που ζούσε μέσα στην πόλη αριθμούσε 150 περίπου ψυχές.
Η σύλληψη
Ξημέρωνε η παραμονή της Εθνικής μας εορτής και ο κόσμος ετοιμαζόταν για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Μετά μάλιστα από αίτημα του νομάρχη, οι γερμανικές αρχές είχαν επιτρέψει να γίνει δοξολογία και να σημαιοστολιστούν τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης.
Στις 8:00 το πρωί τέσσερα μεγάλα γερμανικά καμιόνια στάθμευσαν στη γωνία 28ης Οκτωβρίου και 21ης Αυγούστου μπροστά από το τότε εμπορικό κατάστημα Θεοδοσόπουλου.
Λίγες ώρες νωρίτερα πολυάριθμο γερμανικό απόσπασμα είχε περικυκλώσει την εβραϊκή συνοικία της πόλης, η οποία εκτεινόταν ανατολικά της οδού Κονδύλη. Ολόκληρη η συνοικία αποκλείστηκε. Οι οδοί Αθαν. Διάκου, Πλούτωνος, Καραϊσκάκη, Σωκράτους, Κονδύλη, καθώς και κάθε πρόσβαση που οδηγούσε στη συνοικία, αποκλείστηκαν από γερμανικά καμιόνια που συνοδεύονταν από πάνοπλους στρατιώτες.
Να σημειωθεί ότι η εβραϊκή συνοικία των Τρικάλων δεν είχε τα χαρακτηριστικά γκέτο. Η πλειονότητα ωστόσο των σπιτιών των τρικαλινών Εβραίων είχε απλωθεί σε μία σχετικά ευρεία περιοχή γεγονός που είχε αναγκάσει τους Γερμανούς να επιστρατεύσουν μέρες πριν τους ντόπιους συνεργάτες τους ώστε να καταγράφουν με ακρίβεια τους στόχους της επιδρομής τους.
Ο αιφνιδιασμός που πέτυχαν οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν απόλυτος. Παραβιάζοντας τις πόρτες των σπιτιών των Εβραίων τους συνέλαβαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Διασώθηκαν μόνο όσοι ελάχιστοι είχαν την πρόνοια να προμηθευτούν πλαστές ταυτότητες με ελληνικά ονόματα. Υπήρξαν όμως και κάποιες περιπτώσεις, όπου κάποια μέλη των οικογενειών κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Το έργο της αναζήτησης και εντέλει της σύλληψής τους ανέλαβαν τότε τα μίσθαρνα όργανα των κατακτητών.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί εκείνη την περίοδο ίσχυε μέχρι τις 8.30 το πρωί. Λίγοι ήταν επομένως οι Τρικαλινοί που αντιληφθήκαν τι συνέβαινε στην εβραϊκή συνοικία αλλά και το σκηνικό που είχε στηθεί σ’ ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης. Τα δραματικά νέα οι Τρικαλινοί τα πληροφορήθηκαν γυρνώντας από τις εκκλησίες.
«Έβλεπα από το παράθυρο του σπιτιού μου τούς Γερμανούς στρατιώτες να σπρώχνουν με τις κάνες των όπλων τους Εβραίους πάνω στα καμιόνια» μού ανέφερε η 18χρονη τότε, και σήμερα συνταξιούχος γυμνασιάρχης κα. Κλαίρη Μπαντόλα-Ευθυμίου. Και συμπλήρωσε: «Δύο καμιόνια ήταν μπροστά στο σημερινό κατάστημα της «Άλφα» Τράπεζας και δύο απέναντι, μπροστά από το εμπορικό του Θεοδοσόπουλου. Πολλοί πατεράδες κράταγαν τα μικρότερα παιδιά στην αγκαλιά τους. Έζησα πολλά δραματικά περιστατικά στη διάρκεια της κατοχής. Η έκφραση των προσώπων όμως εκείνων των συνανθρώπων μας είναι μία εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου».
Οι Γερμανοί συνέλαβαν συνολικά 139 μέλη της ισραηλιτικής κοινότητας των Τρικάλων. Μεταξύ αυτών ήταν και ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της κοινότητας, ο έμπορος Βαρούχ Βαρούχ και ο τρίχρονος γιος του Ματούλης. Ξεχωρίζει η συγκεκριμένη περίπτωση για την τραγικότητά της. Διαισθανόμενος την κατάληξη του ταξιδιού, ο Βαρούχ Βαρούχ προσπάθησε να σώσει τον μικρό του γιο. Βρήκε την ευκαιρία, όταν είδε κοντά του τον έμπορο Χρήστο Θεοδοσόπουλο, να του παραδώσει τον Ματούλη. Βλέποντας όμως ο μικρός τον πατέρα του να επιβιβάζεται στο καμιόνι άρχισε να κλαίει διότι ήθελε και αυτός «να πάει βόλτα με το αυτοκίνητο». Τον αντιλήφθηκε ο Γερμανός φρουρός και αρπάζοντάς τον από τα χέρια του Θεοδοσόπουλου τον έδωσε στον πατέρα του. Ο Ματούλης επιβιβάστηκε τελικά στο καμιόνι του θανάτου.
Ο εκτοπισμός και η κατάληξη
Τα τέσσερα γερμανικά καμιόνια μετέφεραν τους 139 συμπολίτες Εβραίους στον όρχο των αυτοκινήτων του σιδηροδρομικού σταθμού της Λάρισας. Εκεί υπήρχαν 143 Λαρισαίοι Εβραίοι και ύστερα από τρεις ώρες έφθασαν άλλοι 177 από τον Βόλο. Η συγκέντρωση συμπληρώθηκε με την μεταφορά Εβραίων από τις άλλες πόλεις της Θεσσαλίας, ενώ το απόγευμα της 26ης Μαρτίου έφτασαν στη Λάρισα 80 καμιόνια που μετέφεραν 1.700 άτομα από την πολυπληθή εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων.
Λίγες ώρες πριν το μεγάλο κομβόι των φορτηγών από τα Γιάννινα είχε σταθμεύσει σε όλο το μήκος της σημερινής οδού Σαράφη από την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μέχρι την κεντρική πλατεία. Πολλοί Τρικαλινοί είχανε σπεύσει τότε να τους βοηθήσουν προσφέροντας τρόφιμα και νερό.
Στο στρατόπεδο της Λάρισας συγκεντρώθηκαν συνολικά 2.650 Εβραίοι. Η τρομοκρατία εναντίον τους ξεκίνησε αμέσως μετά την άφιξή τους. Αφού αφαιρέθηκαν όλα τα προσωπικά αντικείμενα, επιβιβάστηκαν στη συνέχεια σε ένα μεγάλο συρμό βαγονιών. Με λίγα τρόφιμα που εφοδιάστηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό και ακόμη λιγότερο νερό από την Πυροσβεστική υπηρεσία της Λάρισας «το τρένο των μελλοθανάτων» όπως ονομάστηκε μεταπολεμικά, ξεκίνησε στις 2 Απριλίου για το στρατόπεδο του Άουσβιτς.
Στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού πολλοί πέθαναν από τη δίψα και την ασιτία.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο τρικαλινός τραπεζίτης Αβραάμ Μεγίρ. Με την άφιξη στο Άουσβιτς το σύνολο σχεδόν των κρατουμένων εξοντώθηκε αμέσως στα κρεματόρια. Γλύτωσαν ελάχιστοι, οι οποίοι λόγω της καλής τους υγείας, χρησιμοποιήθηκαν σε εργασίες του στρατοπέδου.
Ένας από τους διασωθέντες ήταν και ο Βαρούχ Βαρούχ. Σε μια σειρά συνεντεύξεων που έδωσε τον Δεκέμβρη του 1967 (Εφημερίδα «Τρικαλινά Νέα») σε έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής δημοσιογραφίας στα Τρίκαλα, στον κ. Θύμιο Λώλη, παρέθεσε συγκλονιστικές λεπτομέρειες από την παραμονή του στο Άουσβιτς και σε άλλα γερμανικά στρατόπεδα. Λέει μεταξύ άλλων: «Στο Άουσβιτς έζησα 11 φριχτές μέρες με χίλιες δυο στερήσεις και ταλαιπωρίες και αφάνταστη τρομοκρατία. Μια μέρα μας επιβίβασαν όλους σε βαγόνια και μας μετέφεραν σε μια δασώδη περιοχή που ονομαζόταν Μπρεσλάου. Από την επόμενη μέρα γερμανικά καμιόνια άρχισαν να ξεφορτώνουν λυόμενα σπίτια. Μέσα σε λίγες μέρες φτιάξαμε το νέο Άουσβιτς όπου έζησα πέντε ολόκληρους φριχτούς μήνες. Από το σημείο αυτό άρχισε η περιπλάνησή μου στα γερμανικά στρατόπεδα.
Τον Ιανουάριο μεταφερθήκαμε στο στρατόπεδο του Ντορνάου, το οποίο ήταν προπολεμικά ένα μεγάλο τριώροφο εβραϊκό εργοστάσιο υφασμάτων που οι Γερμανοί είχαν μετατρέψει σε στρατόπεδο 5.000-6.000 αιχμαλώτων. Εκεί αντίκρισα το μακάβριο θέαμα γυμνών και σκελετωμένων ανθρώπων, των οποίων τα σώματα είχαν πάρει το χρώμα της σοκολάτας εξαιτίας της αβιταμίνωσης. Κάθε μέρα πέθαιναν 80-100 τρόφιμοι για να ανανεωθούν με άλλους. Πέντε μέρες πριν την απελευθέρωση από τους Ρώσους ο αριθμός των 3.000 τροφίμων είχε φθάσει τους 600».
Από τους 139 Τρικαλινούς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία έχασαν τη ζωή τους στο Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα οι 132. Από τους επτά επιζήσαντες που επέστρεφαν στην Ελλάδα οι τρεις συνέχισαν τη ζωή τους στην πόλη μας. Οι απώλειες της εβραϊκής κοινότητας των Τρικάλων, που έφθασαν το 27% (132 από τους 520), είναι από τις μικρότερες σε σχέση με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Τα ίδια μικρά ποσοστά είχαν και οι άλλες θεσσαλικές πόλεις (Βόλος 26%, Λάρισα 35%). Η εβραϊκή κοινότητα της Καρδίτσας σώθηκε σχεδόν ολόκληρη, καθώς τα μέλη της κατέφυγαν στα γύρω χωριά, όπου βρήκαν προστασία από τους κατοίκους.
Καθοριστικός παράγοντας στη διάσωσή τους ήταν η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην Κεντρική Ελλάδα. Μερικές εκατοντάδες νέοι Εβραίοι στρατεύτηκαν στον ΕΛΑΣ ως μαχητές, και πολλές είναι οι οικογένειες που διασώθηκαν με πρωτοβουλία του ΕΑΜ.
Ο αρχιραβίνος του Βόλου Μωυσής Πεσσάχ ήταν ο πρώτος που φυγαδεύτηκε τον Οκτώβρη του 1943 από τον ΕΛΑΣ σε χωριό της περιοχής. Το παράδειγμά του ενθάρρυνε την πλειονότητα της ελληνοεβραϊκής κοινότητας του Βόλου να καταφύγει στα ορεινά χωριά του Πηλίου. Αντίθετα, οι ραβίνοι και οι ηγεσίες των κοινοτήτων των Ιωαννίνων και της Θεσσαλονίκης καθησύχαζαν τα μέλη τους και τους παρότρυναν να υπακούσουν τις διαταγές των κατοχικών δυνάμεων και να παραμείνουν στις πόλεις.
Στις πόλεις όμως της Μακεδονίας που βρίσκονταν στη γερμανική ζώνη κατοχής αντιστοιχούν τρομερά ποσοστά εξόντωσης. Βέροια 76%, Φλώρινα 84%, Καστοριά και Θεσσαλονίκη 96%, Καβάλα 98%.
Από τις προαναφερόμενες πόλεις η μεγαλύτερη κοινότητα με το ενδοξότερο παρελθόν, η επονομαζόμενη και «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», ήταν αυτή της Θεσσαλονίκης. Από τους 50.000 Εβραίους κατοίκους της, μόλις 1.000 κατόρθωσαν να διαφύγουν τον εκτοπισμό και μόνο 950 επέστρεψαν από τα στρατόπεδα. Οι 48.000 Ελληνοεβραίοι Θεσσαλονικείς χάθηκαν στο Άουσβιτς. Το ξεκλήρισμα και το πένθος αυτής της κοινότητας ήταν ιδιαίτερα βαρύ, και η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι εμβληματική του ολοκαυτώματος για την Ελλάδα.
Το 2018 ο Δήμος Τρικκαίων τίμησε το θύματα της Εβραϊκής κοινότητας της πόλης με την ανέγερση του Μνημείου Ολοκαυτώματος στην συμβολή των οδών Πλούτωνος και 28ης Οκτωβρίου, στο κέντρο των Τρικάλων σημείο που βρίσκεται στην αρχή της παλιάς συνοικίας των τρικαλινών Εβραίων. Το μνημείο είναι ένα δάκρυ σχηματιζόμενο από γραμμές τρένου και, παραπέμπει στο μνήμη και στη μακρά διαδρομή των Τρικαλινών και άλλων Ελλήνων Εβραίων και μη, με τα «τρένα του θανάτου», σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στα αποκαλυπτήρια του μνημείου που έγιναν στις 11 Νοεμβρίου 2018 και μεταξύ των επισήμων που παραβρέθηκαν ήταν και η κα. Εσθήρ (Νάκη) Ματαθία-Μπέγα η μοναδική Τρικαλινή και Θεσσαλή επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Πολύ σημαντική είναι και η μαρτυρία της για τα γεγονότα της εποχής.
“…«Μας πιάσανε στα Τρίκαλα στις 24 Μαρτίου 1944. Την μαμά μου, τις δυο αδελφές μου κι’ εμένα. Τέσσερα άτομα από την οικογένειά μου είχαμε πιαστεί. Μας βάζανε αμέσως στα αυτοκίνητα. Ο μπαμπάς μου δεν είχε πιαστεί γιατί είχε την ελληνική ταυτότητα και δούλευε και δεν τον πιάσανε. Ύστερα πήγε στα χωριά με κάτι άλλους συγγενείς μας που είχαν φύγει. Και εμείς είχαμε φύγει, είχαμε πάει σε ένα μοναστήρι όταν μας είπαν να δηλωθούμε. Δεν είχαμε δηλωθεί. Τι κι αν δεν είχαμε δηλωθεί πάλι μας πιάσανε. Εγώ ήμουν η μικρότερη. Ήμουνα 17χρονών. Τα σπίτια μας εμάς των Εβραίων, ήταν κοντά το ένα με το άλλο στην Εβραϊκή συνοικία των Τρικάλων.
Με τα αυτοκίνητα μας πήγαν στην Λάρισα. Μείναμε 10 μέρες. Μας πιάσανε Παρασκευή και φύγαμε από την Λάρισα την επόμενη Δευτέρα. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός και μας είχε δώσει τρόφιμα.
Μετά μας έβαλαν στα τρένα. Στοιβαχτήκαμε σε τρένα που ήταν για ζώα, σαν ζώα. Ο ένας πάνω στον άλλο. Μικρά παιδιά, άντρες, γυναίκες, έγκυες, γέροντες. Όλοι μαζί. Είχαν βάλει μέσα δοχεία για να κάνουμε την ανάγκη μας. Τα βαγόνια είχαν ένα παραθυράκι μικρό που δεν βλέπαμε τίποτα.
Μετά από μέρες 13 μέρες φτάσαμε στην Πολωνία, στο Άουσβιτς Μπίρκεναου και μας έβαλαν τα νούμερα στα χέρια. Εμένα μου έβαλαν το νούμερο 77092.
Μόλις κατεβήκαμε δεν την ξαναείδαμε την μαμά μου. Μας έλεγαν «θα ανταμώσετε, θα ανταμώσετε». Αλλά δεν ανταμώσαμε. Την πήγαν αμέσως στο κρεματόριο. Την έβαλαν μαζί με άλλους μέσα στα αυτοκίνητα και εμάς με τα πόδια μας πήγαν στο μπάνιο.
Μας κόψανε σύριζα τα μαλλιά και μας έβαλαν στο λουτρό. Μας πήραν τα δικά μας ρούχα και μας έβαλαν παλιόρουχα.
Στα καταλύματα μας έβαλαν πολλούς μαζί, μείναμε λίγες μέρες και μετά μας χώρισαν ανάλογα με την δουλειά που έπρεπε ο καθένας να κάνει.
Κάθε πρωί μας έβγαζαν έξω να μας μετρήσουν. Πέντε-πέντε. Όπου πηγαίναμε ήμασταν στη σειρά και περπατούσαμε με βήμα.
Η μεσαία η αδελφή μου, είχε περάσει υγρά πλευρίτιδα. Ήταν πολύ ευαίσθητη. Δεν άντεξε. Πέθανε στο νοσοκομείο. Όπως σας είπα, μας είχαν πάρει όλα τα ρούχα στα λουτρά κι εκείνη ήταν ευαίσθητη από την υγρά πλευρίτιδα. Αρρώστησε. Την πήγαν στο νοσοκομείο. Μου είπε κάποια άλλη που ήταν μαζί στο νοσοκομείο, ότι πέθανε.
Η μεγάλη μου η αδελφή είχε πάει να πάρει, κάτι να φάει, πίσω από τα μαγειρεία, εκεί που πετούσαν τις φλούδες από τις πατάτες και τα ρεπάνια που μας έδιναν να τρώμε και την είδε ένας Γερμανός και την χτύπησε στο κεφάλι με το γκλόπ. Την χτύπησε πολύ στο κεφάλι.
Μας μέτραγαν για να μην φύγουμε. Που να πάμε; Εκεί γύρω γύρω ήταν όλο συρματοπλέγματα. Μας έδιναν ένα τσάι και μας έβαζαν σε διάφορες δουλειές.
Εγώ δούλευα κάνοντας παλιόρουχα λωρίδες. Φέρνανε αυτοί τα ρούχα κι εμείς τα κάναμε λωρίδες και πλέκαμε κοτσίδες για να καθαρίζουν τα όπλα. Αλλά έπρεπε οι κοτσίδες να είναι γερές. Έρχονταν ο Γερμανός το απόγευμα και τις δοκίμαζε να είναι γερές.
Ύστερα από εκεί, μετά από καιρό, μας πήγαν σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Μπέργκεν – Μπέλζεν. Εκεί μας βάλανε να δουλεύουμε σε τόρνους. Με την δεύτερη την αδελφή μου την μεγάλη, ήμασταν μαζί.
Ύστερα που άρχισαν να χάνουν τον πόλεμο οι Γερμανοί μας πήραν και μας πήγαν μέσα σε μια πόλη, σε ένα μεγάλο κτήριο. Εκεί μάλλον στρατός θα έμενε. Είχε πολλούς ορόφους και είχε κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο.
Σε αυτό το κτίριο πήραμε ότι βρήκαμε στις κουκέτες και σκεπαστήκαμε και ήπιαμε νερό.
Πριν μας ανεβάσουν πάνω στο κτίριο, μας χώρισαν. Εκεί πήρανε την αδελφή μου που ήταν χτυπημένη στο κεφάλι. Τι την έκαναν; Την σκότωσαν; Δεν ξέρω.
Και έμεινα μόνη μου.
Μόλις ελευθερωθήκαμε και φύγαμε από κει, βαδίζαμε 22 μέρες. Συναντήσαμε τον στρατό που περνούσε. Οι Ρώσοι ήταν. Το πρωί βαδίζαμε και το βράδυ μας αφήνανε και το πρωί, πάλι περπατούσαμε.
Ύστερα φτάσαμε σε ένα χωριό – ποιο μέρος ήταν; ξέραμε; – άρχισαν σιγά σιγά να μας αφήνουν. Πιο κάτω μας άφησαν κι εμάς.
Εν τω μεταξύ είχαμε γεμίσει ψείρες. Γιατί εκεί, στο στρατόπεδο, μας έβαζαν τα ρούχα στον κλίβανο, ενώ περπατώντας μέσα στην βρωμιά είχαμε γεμίσει ψείρα.
Εμείς δεν ξέραμε ούτε που βρισκόμασταν ούτε τι μέρος ήταν αυτό. Ξυπόλητες, πήγαμε στα σπίτια και ζητιανεύαμε να μας δώσουν ρούχα.
Ήμασταν πέντε Ελληνίδες. Τρεις από τα Ιωάννινα, μια από την Κέρκυρα κι εγώ. Και από τον φόβο που είχαμε πάρει, είπε η μια, «καλύτερα να μην πούμε ότι είμαστε Εβραίες». Και δεν είπαμε.
Μετά πήγαμε μαζί με κάποιους εργάτες που είχαν πάει στη Γερμανία να δουλέψουν. Ούτε που μας κακοποιούσαν, ούτε τίποτα. Μας έδιναν το φαγητό και περπατούσαμε.
Από τις 8 Μαΐου που μας άφησαν, φτάσαμε στην Ελλάδα, 15 Αυγούστου. Ακριβώς.
Τον τελευταίο καιρό που περπατούσαμε, συναντήσαμε πολλούς Θεσσαλονικείς. Εκεί πια φανερωθήκαμε ότι ήμασταν Εβραίες και πήγαμε μαζί τους στο Μπάρι στην Ιταλία και φύγαμε με το πλοίο.
Ύστερα που γύρισα βρήκα τον μπαμπά μου. Στην Αθήνα. Ήταν μια αδελφή της μαμάς μου εκεί. Τα ξαδέλφια μου με μάζεψαν και ειδοποίησαν τον μπαμπά μου να έρθει στην Αθήνα.
Μετά που μας πήραν την μαμά μου, τις αδελφές μου κι εμένα, ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε στα Τρίκαλα και πήγε στο Βόλο. Είχε ένα αδελφό εκεί. Ζούσε και η γιαγιά μου, ακόμη. Η μητέρα του. Όταν τον ειδοποιήσανε ότι γύρισα, με χαρά μεγάλη ήρθε στην Αθήνα. Με πήρε στο Βόλο. Αλλά δυστυχώς αρρώστησε και στο χρόνο, πέθανε. 48 ετών ήταν.
Στα Τρίκαλα δεν γυρίσαμε. Το σπίτι μας είχε βομβαρδιστεί. Δεν μπορούσαμε να πάμε να δούμε εκεί που μας είχαν πιάσει όλους.
Ο μπαμπάς μου πέθανε στην Αθήνα. Πηγαίνω στον τάφο του.
Μετά που πέθανε ο μπαμπάς μου πήγα στα Τρίκαλα. Είχα ξαδέλφια. Αλλά τώρα έχουν φύγει όλοι. Στα Τρίκαλα δεν έμεινα πολύ.
Στο χρόνο πάνω, παντρεύτηκα. Έκανα τρία παιδιά.
Έχω τρία παιδιά και έξι εγγόνια.
Αυτό που θέλω να πω είναι: Να μην ξεχάσουμε ποτέ. Γιατί δυστυχώς, ο Ναζισμός, ξαναζεί. Να μην ξεχάσουμε ποτέ».
Λέλα Κατεχάκη 27 ΙΑΝ 2019 «Μαρτυρία της μοναδικής επιζήσασας Θεσσαλής που γύρισε από το Άουσβιτς». ΑΚΕΘ
Για την αντιγραφή: Σ.Α. Μπακοβασίλης
Στην φωτογραφία απεικονίζεται η οικία του τραπεζίτη Χαϊμ Κοέν, στην οποία διέμενε η Βασιλική οικογένεια όταν επισκέπτονταν τα Τρίκαλα.