“Η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για τον μεταβολικό περιβάλλον του οργανισμού μας και να λειτουργήσει θεραπευτικά σε αρκετές ασθένειες” επεσήμανε, στην ΕΡΤ Λάρισας, ο καθηγητής του Τμήματος Βιοχημείας -Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας,ο οποίος χαρακτήρισε τις μικρές περιόδους νηστειοθεραπείας ευεργετικές για τον μεταβολισμό μας.
“Ξεκινάμε το πρωί με τσάι του βουνού, με λίγο μέλι αν θέλουμε, το μεσημέρι, τρώμε φακές η μια σαλάτα λαχανικών και το βράδυ φρούτα η ένα γιαούρτι. Φυσικά χωρίς ψωμί και αυτά που θα καταναλώσουμε να μην ξεπερνούν τις 300 θερμίδες. Με τον τρόπο αυτό ενισχύουμε το αμυντικό μας σύστημα και βοηθάμε στην αύξηση των βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών“, ανέφερε, ο κ. Κουρέτας που τόνισε ότι “η Ελλάδα έχει μια ιδιαιτερότητα, καθώς είναι δεύτερη σε βιοποικιλότητα στον πλανήτη σε φυτικά είδη κι αυτό σημαίνει ότι έχει μεγάλη ποιότητα που δυστυχώς όμως δεν έχει αναδειχθεί όπως θα έπρεπε“.
Ο Δημήτρης Κουρέτας, είναι επικεφαλής στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Zωικών Oργανισμών-Τοξικολογίας του Τμήματος Βιοχημείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και τόνισε πως σκοπός του Εργαστηρίου είναι η ανάδειξη της ευεργετικής δράσης των τροφίμων της χώρας μας. Το Εργαστήριό του προσπαθεί να αναδείξει αυτά τα χαρακτηριστικά της χώρας εδώ και 20 χρόνια και έχει δημιουργήσει συνεργασίες με αρκετές εταιρείες και με κράτη όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Νορβηγία, η Ιαπωνία.
“Ένα από αυτά τα προϊόντα είναι το ελληνικό μέλι έχει αξιόλογες βακτηριοστατικές ιδιότητες και θα μπορούσε να αποτελεί για τον Έλληνα μελισσοκόμο ότι και το ακριβότερο μέλι στον κόσμο, το μέλι Manouka της Νέας Ζηλανδίας” δήλωσε, στην ΕΡΤ Λάρισας ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας και εξηγεί ότι “αυτό μπορεί να γίνει με την πιστοποίηση του μελιού, όπως, οι μελισσοκόμοι στην Φωκίδα οι οποίοι πουλάνε το μέλι στην Ιαπωνία σε πολύ καλή τιμή“.
Ο κ. Κουρέτας σημείωσε επίσης οτι, “Στη Λάρισα ξεκίνησε μία προσπάθεια από την Περιφέρεια Θεσσαλίας για το μέλι Ολύμπου, αλλά μέχρι εκεί δεν προχώρησε. Η Ελλάδα, σαν μια περιοχή πρωτογενούς παραγωγής, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους φτηνής παραγωγής, γιατί το μέγεθος της δεν επιτρέπει την μετάβαση σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις. Το πλεονέκτημα της ήταν οι μικρές παραγωγές που με κόπο, μεράκι και σεβασμό στον άνθρωπο, μπορεί να δώσει προστιθέμενη αξία στο μέλι, αρκεί να είναι πιστοποιημένο. Έχουμε τη δυνατότητα να πιστοποιήσουμε την όποια παραγωγή και να αποκτήσει ταυτότητα. Αυτό μπορεί να γίνει ατομικά και ομαδικά από μελισσοκόμους που επιθυμούν να αξιοποιήσουν το παραγόμενο προϊόν“. Ο ίδιος πρόσθεσε πως, “Στην Ελλάδα παράγουμε περίπου 20.000 τόνους και είμαστε αυτάρκεις σχεδόν, εξάγουμε πολύ λίγο, μπορούμε περισσότερο“. Ο καθηγητής Βιοχημαίας ειδικά αυτή την περίοδο ερευνά το λάδι του Αλμυρού Μαγνησίας.
ertnews.gr