Το φαινόμενο του shrinkflation: Λιγότερο προϊόν αλλά στην ίδια τιμή

Από το ψωμί τοστ μέχρι τις μπάρες σοκολάτας, οι εταιρείες κρύβουν το αυξανόμενο κόστος, λόγω πληθωριστικών πιέσεων, μειώνοντας το μέγεθος σε πολλά καθημερινά προϊόντα

Για τις εταιρείες αποτελεί τρόπο για να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια λειτουργικών κερδών, για τους καταναλωτές διαρκή λόγο ανησυχίας και για τις στατιστικές υπηρεσίες πραγματικό πονοκέφαλο. Ο λόγος για το φαινόμενο του shrinkflation, δηλαδή της τάσης να μειώνεται η ποσότητα του προϊόντος ανά συσκευασία με διατήρηση της ίδιας τιμής.

Για παράδειγμα, εκεί που είχατε συνηθίσει να αγοράζετε μια συσκευασία δημητριακών 500 γραμμαρίων, πλέον υπάρχει μια νέα συσκευασία 450 γραμμαρίων στην ίδια τιμή. Αυθόρμητα αισθάνεστε ότι δεν έχετε χάσει τίποτα, αφού πληρώνετε το ίδιο. Ωστόσο στην πραγματικότητα έχετε πληρώσει 11,1% περισσότερο.
Οταν αραίωσαν τα… τρίγωνα στη σοκολάτα

Το φαινόμενο κέρδισε μεγάλη δημοσιότητα στη Βρετανία το 2016, όταν η εταιρεία που παράγει γνωστές ελβετικές σοκολάτες μείωσε το βάρος της συσκευασίας των 400 γραμμαρίων σε 360 γραμμάρια και αυτής των 170 γραμμαρίων σε 150 γραμμάρια, διατηρώντας την ίδια τιμή. Μόνο που το έκανε αυξάνοντας το κενό ανάμεσα στα σοκολατένια τρίγωνα που είναι το σήμα κατατεθέν της και οι καταναλωτές το αντιλήφθηκαν αμέσως.

Και εάν σε αυτή την περίπτωση έγινε εύκολα αντιληπτή η μείωση της ποσότητας, με τις σχετικές φωτογραφίες να κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο, σε άλλες περιπτώσεις οι καταναλωτές απλώς αγόραζαν μικρότερες ποσότητες, ιδίως σε προϊόντα όπου το βασικό στοιχείο είναι η εμπιστοσύνη προς το συγκεκριμένο brand. Και αυτό γιατί συνήθως πάμε να αγοράσουμε «ένα πακέτο» ή «ένα κουτί» από ένα προϊόν που προτιμάμε και όχι μια ποσότητα σε γραμμάρια. Ούτε εξετάζουμε το μήκος (ή το πάχος) στο ρολό χαρτί υγείας ή κουζίνας που αγοράσαμε.

Το 2019 το βρετανικό Office of National Statistics ανακοίνωσε ότι περίπου 206 προϊόντα μίκρυναν σε μέγεθος συσκευασίας ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 2015 και τον Ιούνιο του 2017, αρκετά από αυτά ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα.

Τότε η βρετανική στατιστική υπηρεσία είχε εκτιμήσει ότι το ποσοστό των προϊόντων διατροφής στο δείγμα που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και στα οποία υπήρχε μείωση της ποσότητας ανά συσκευασία ήταν ανάμεσα στο 1% και το 2,1%. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι δεν είχε πλήρη εικόνα, αφού κατέγραφε λεπτομέρειες για το μέγεθος και το βάρος περίπου των μισών από τα 37.408 προϊόντα για τα οποία συλλέγει στοιχεία κάθε μήνα.

Τα στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες

Το θέμα έχει απασχολήσει και το Bureau of Labor Statistics, την ομοσπονδιακή υπηρεσία που συλλέγει τα στοιχεία για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενα πρόσφατο άρθρο στην ιστοσελίδα του BLS εξηγεί τις διαστάσεις του προβλήματος, επισημαίνοντας και τη δυσκολία που εντοπισμού της αλλαγής από τους καταναλωτές, ιδίως όταν η μείωση της ποσότητας συνδυάζεται με νέο σχεδιασμό της συσκευασίας που συχνά γίνεται αντιληπτός ως αναβάθμιση και όχι ως συρρίκνωση.

Το BLS επιμένει ότι στη δειγματοληψία λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές στην ποσότητα των συσκευασμένων προϊόντων. Οταν υπάρχει μείωση της ποσότητας στη συσκευασία με διατήρηση της ίδιας τιμής, αυτό υπολογίζεται ως αύξηση και έτσι συνεισφέρει στην εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Αντίστοιχα, όταν η ποσότητα ανά συσκευασία αυξάνεται χωρίς ανάλογη αύξηση της τιμής, τότε θεωρείται μείωση της τιμής του προϊόντος αυτού.

Για την περίοδο 2015-2021 το BLS κατέγραψε ότι τις περισσότερες αλλαγές στο μέγεθος ανά συσκευασία είχαν τα οικιακά προϊόντα χαρτιού με 716 σχετικές αναφορές και ακολουθούσαν τα σνακ με 509 αναφορές. Ωστόσο, το ποσοστό στον συνολικό αριθμό μετρούμενων προϊόντων ήταν σχετικά μικρό: περίπου 3% για τα προϊόντα χαρτιού και 2,9% για τα τρόφιμα.

Η επίδραση στον πληθωρισμό

Ποια όμως είναι η επίπτωση αυτών των πρακτικών στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή; Οι υπολογισμοί του BLS είναι ότι στον συνολικό ΔΤΚ εμπορευμάτων και υπηρεσιών η αύξηση είναι περίπου 0,01%.

Ωστόσο, υπάρχουν κατηγορίες προϊόντων όπου η επίπτωση στις τιμές εξαιτίας των αλλαγών στο μέγεθος των συσκευασιών είναι μεγαλύτερη: +2,81% για την περίοδο 2015-2019 στη βρεφική τροφή, +2.64% για τα σνακ, +1.59% στα προϊόντα ζύμης, +1,35% για τα ζαχαρώδη και τις τσίχλες, και +1,30% για οικιακά προϊόντα χαρτιού. Και αυτές είναι αυξήσεις μόνο από τις αλλαγές στο μέγεθος.

Μπορεί αυτοί οι αριθμοί να φαντάζουν σχετικά μικροί, όμως δεν είναι αμελητέοι, ιδίως για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν συνθήκη διατροφικής ανασφάλειας. Τότε, ακόμα και μικρές αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων έχουν μεγάλες επιπτώσεις, ενώ οι μειώσεις στις ποσότητες των απαραίτητων προϊόντων ανά συσκευασία απλώς σημαίνουν ότι θα αγοράσουν μικρότερες ποσότητες φαγητού, βρεφικής διατροφής και βασικών προϊόντων καθαρισμού για το νοικοκυριό.

in.gr