Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε επιθετική κίνηση στον τομέα της Ηπείρου και στην Πίνδο και τήρηση αμυντικής, αρχικά, στάσης στην περιοχή ανατολικά της Κορυτσάς. Σε πρώτη φάση, η ιταλική προσπάθεια ήταν προγραμματισμένη στην κατεύθυνση Καλπάκι – Ιωάννινα – Πρέβεζα, με ταυτόχρονη κάλυψή της από δευτερεύουσες επιθέσεις, δυτικά στον τομέα της Πίνδου με κατεύθυνση Λεσκοβίκι – Σαμαρίνα – Μέτσοβο και ανατολικά κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, με παράλληλη κατάληψη της Κέρκυρας. Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε νωρίτερα από την εκπνοή της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο αιφνιδιασμός.
Δώδεκα ιταλικές φάλαγγες άρχισαν να κινούνται επιθετικά εναντίον των ελληνικών ελαφρών τμημάτων προκαλύψεως κατά μήκος ολόκληρου του αλβανικού μετώπου. Η πρώτη επίθεση εκδηλώθηκε μεταξύ 04.30 και 05.00 στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από πέντε φάλαγγες και μικρότερα τμήματα της επίλεκτης Μεραρχίας Αλπινιστών, η οποία ήταν απόλυτα ενήμερη για τη διαμόρφωση του εδάφους και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή και είχε την κατάλληλη οργάνωση και εκπαίδευση. Αποστολή της ήταν να φθάσει στο Μέτσοβο και να αποκόψει την οδό διαφυγής προς τα ανατολικά των ελληνικών δυνάμεων της Ηπείρου.
Τα ελληνικά προκεχωρημένα φυλάκια και προκαλυπτικά τμήματα του Αποσπάσματος Πίνδου ήταν τα πρώτα που δέχθηκαν τα εχθρικά πυρά. Ωστόσο, δεν αιφνιδιάστηκαν, ήταν ήδη προετοιμασμένα για επίθεση από τις 25 Οκτωβρίου και καθημερινά σε συναγερμό από τις 04.00 το πρωί. Ο καιρός ήταν βροχερός και παγερός και οι συνθήκες δύσκολες, λόγω του λασπώδους εδάφους – την επόμενη ημέρα έπεσε το πρώτο χιόνι, που εξελίχθηκε στον χειρότερο εχθρό των στρατευμάτων. Τη μεγαλύτερη πίεση δέχθηκε ο κεντρικός υποτομέας του Αποσπάσματος, καθώς οι δυνάμεις που επιτέθηκαν εναντίον του ήταν κατά πολύ υπέρτερες και διέθεταν σοβαρή υποστήριξη σε πυροβολικό και όλμους.
Στην Αθήνα, τα πρώτα αεροπλάνα ακούστηκαν στις 09.20 και λίγο αργότερα βομβαρδίστηκαν το λιμάνι του Πειραιά και το αεροδρόμιο του Τατοΐου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, ιταλικά αεροσκάφη βομβάρδισαν την Πάτρα, βάλλοντας από χαμηλό ύψος, εναντίον του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί σε δρόμους και πλατείες, με αποτέλεσμα να θανατωθούν 50 άτομα και να τραυματιστούν άλλα 100. Σκοπός ήταν κυρίως να πληγεί η γραμμή συγκοινωνιών Πατρών-Κρυονερίου, μέσω της οποίας ενεργούνταν οι μεταφορές στρατευμάτων και υλικού στην Αιτωλοακαρνανία και από εκεί στην Ήπειρο.
Οι πληροφορίες για την εξέλιξη των επιχειρήσεων από τα μέτωπα του πολέμου κατέφθαναν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας,: «Ὥρα 10.15΄ ἀεροπλάνον ἀγνώστου ἐθνικότητος ἐξετέλεσε ἀναγνώρισιν ὑπεράνω Ἱεροπηγῆς καί Νεστορίου» (ΙΧ Μεραρχία). «Φυλάκιον 39ον βομβαρδισθέν ἰσχυρῶς συνεπτύχθη πρός Κέντρον ἀντιστάσεως Κρυσταλλοπηγῆς. Ἐπί χερσονήσου Πυξοῦ μέχρι τῆς 10ης ὥρας βολαί Πυρ/κοῦ. Φυλάκεια Χερσονήσου διατηροῦν θέσεις των» (IV Ταξιαρχία).
Ήπειρος, Δυτική Μακεδονία, Πίνδος
Η κατάσταση φαινόταν να εξελίσσεται ομαλά στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Στον τομέα της Ηπείρου, παρά την αρχική εχθρική πίεση, η σύμπτυξη των τμημάτων της VIII Μεραρχίας έγινε κανονικά και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις κάπως εσπευσμένα, στον τομέα Ελαίας – ποταμού Καλαμά. Το απόσπασμα καταστροφών της μεραρχίας ανατίναξε βάσει του σχεδίου τις γέφυρες του Αώου ποταμού, εκτός από τη γέφυρα Χάνι Μπουραζάνι, η οποία δεν καταστράφηκε λόγω κακής πυροδότησής της.
Οι Ιταλοί, μετά την απροσδόκητη αντίσταση των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως κινήθηκαν διστακτικά και δεν κατάφεραν παρά μόνο μέχρι το βράδυ να καταλάβουν με τη Μεραρχία Φερράρα τη γραμμή υψώματα Κερασόβου – Χάνι Δελβινάκι – Κοκολάκη – υψώματα Μερόπης – γέφυρα Μπουραζάνι – χωριό Καβάσιλα, και με τη Μεραρχία Σιένα το χωριό Άγιοι Πάντες και τα υψώματα αμέσως βόρεια των Φιλιατών.
Στη δυτική Μακεδονία, στο μέτωπο της IX Μεραρχίας και IV Ταξιαρχίας, οι ιταλικές δυνάμεις τήρησαν στάση αμυντική. Περιορίστηκαν σε βολές πυροβολικού κατά διαφόρων σημείων της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας και σε ορισμένα εγχειρήματα εναντίον φυλακίων των προκαλυπτικών τμημάτων. Τα Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού δεν ανέπτυξαν επιθετική δραστηριότητα, όπως προέβλεπαν οι οδηγίες του Γενικού Επιτελείου. Ως το βράδυ, η IX Μεραρχία και η IV Ταξιαρχία είχαν καταλάβει με το σύνολο σχεδόν του όγκου τους την τοποθεσία ΙΒα.
Αντίθετα, στον Τομέα της Πίνδου, η κατάσταση παρουσιαζόταν ανησυχητική, γιατί οι εκεί ελληνικές δυνάμεις αφού δεν κατόρθωσαν να επιβραδύνουν τους επιτιθέμενους πριν από την τοποθεσία αντιστάσεως, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από το μεγαλύτερο μέρος της και να συμπτυχθούν σε νέα τοποθεσία προς τα πίσω. Ιδιαίτερα στον κεντρικό υποτομέα, που δέχθηκε σφοδρότερη επίθεση, τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα αντέταξαν πείσμονα αντίσταση αλλά υποχρεώθηκαν, από τις απογευματινές ώρες, να συμπτυχθούν προς τα υψώματα Πάτωμα, Μούκα και Επάνω Αρένα, όπου εγκαταστάθηκαν αμυντικά.
Στον δεξιό υποτομέα, τα ιταλικά τμήματα επιτέθηκαν χωρίς την υποστήριξη πυροβολικού και όλμων και ως το απόγευμα καθηλώθηκαν στην κύρια γραμμή αντιστάσεως. Στον αριστερό υποτομέα, η επίθεση εκδηλώθηκε πολύ αργότερα, στις 17.00, και τα εκεί ελληνικά τμήματα, παρά την ισχυρή πίεση που δέχθηκαν, κράτησαν σταθερά τις θέσεις τους.
Το Απόσπασμα Πίνδου αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, καθώς δεν είχε ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των δυνάμεών του, τα στελέχη του στερούνταν εμπειρίας, είχε ελλείψεις σε εφόδια και πυρομαχικά, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας προκλήθηκε πρόβλημα και στην επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων του. Για τον λόγο αυτό ο διοικητής του, μεταξύ άλλων, «διέταξε τήν εἰς Μόρφην συγκέντρωσιν ὅλων τῶν μεταφορικῶν μέσων τῶν χωρικῶν τῆς Πίνδου πρός μεταφοράν τροφίμων καί πυρομαχικῶν. Πράγματι ἡ ἔκκλησίς του ἐγένετο ἀκουστή καί παντοειδῆ τετράποδα ὁδηγούμενα ἀπό γέροντας, κοράσια καί παῖδας, εἰργάσθησαν προθύμως καί ἀποτελεσματικῶς, ἐπί μέρας δέ».
Επίσης, το βράδυ, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο σύνδεσμος του Τάγματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας με την VIII Μεραρχία, καθώς οι ιταλικές δυνάμεις, κινούμενες μέσω δύσβατων δρομολογίων είχαν κατορθώσει να καταλάβουν φύσει οχυρές θέσεις, το Γενικό Στρατηγείο έθεσε στη διάθεση του Τμήματος Στρατιάς την Ι Μεραρχία και ορισμένες μονάδες Πεζικού και Πυροβολικού. Παράλληλα, ως το απόγευμα, τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τη διώρυγα της Κορίνθου, τη ναυτική βάση της Πρέβεζας, τα έργα ύδρευσης στο Φασίδερι της Κηφισιάς, την Κινέττα στην περιοχή των Μεγάρων, την περιοχή της Ιστιαίας και τη γέφυρα Σίμου της Ζίτσας.
Τα γεγονότα της ημέρας συνοψίζονται στο λιτό δεύτερο πολεμικό ανακοινωθέν, που εκδόθηκε από το Γενικό Στρατηγείο το βράδυ: «Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας ἰταλικαὶ δυνάμεις ποικίλης ἰσχύος, ἐξηκολούθησαν προσβάλλουσαι ἡμετέρας δυνάμεις ἀμυνομένας σταθερῶς. Ἀγὼν ἐνετοπίσθη εἰς μεθόριον. Παρὰ τῆς ἐχθρικῆς Ἀεροπορίας ἐβλήθησαν στρατιωτικοί τινες στόχοι ἄνευ ζημιῶν. Βόμβαι ριφθεῖσαι ἐπὶ τῆς πόλεως Πατρῶν εἶχον θύματα ἐκ τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ».
ΠΗΓΗ: ΓΕΣ