Εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι πρώτες αλωνιστικές μηχανές[κουμπίνες] και η ιστορία τους!
Η αλωνιστική μηχανή ήταν ένα αγροτικό μηχάνημα διαχωρισμού του καρπού (σιτάρι κ.α.) από το άχυρο.
Την λέγανε και πατόζα, και άφησε πολλές νοσταλγικές αναμνήσεις σε όλους τους παλιότερους που έχουν βιώματα από αυτή την αγροτική εργασία.
Οι πρώτες πατόζες – αλωνιστικές μηχανές, εμφανίστηκαν στο Βαλτινό στη δεκαετία του 50, και ήταν μηχανοκίνητες. Την κίνηση την έπαιρναν από τρακτέρ LANTZ ή ΚLAITON.
Την έστηναν από το προηγούμενο απόγευμα στο λιβάδι ή σε κάποια περιφέρεια (μεριά) και η «γιορτή» ξεκινούσε χαράματα το πρωί «για να έχει δροσούλα» όπως έλεγαν.
Με ψάθινα καπέλα ή άσπρα μαντήλια στο κεφάλι και δρεπάνια στα χέρια, οι αγρότες θέριζαν τα χωράφια τους και με τα ζώα τους μετέφεραν τα δεμάτια στην αλωνιστική μηχανή. Τα στοίβαζαν σε θημωνιές και όταν έρχονταν η ώρα, τα έριχναν στο αναβατόριο για να πάρουν μετά τον καρπό των κόπων τους.
Στην αρχή το άχυρο έβγαινε από την μηχανή χοντρό. Αυτό όμως δημιουργούσε πρόβλημα στα ζώα γιατί ήταν δύσκολο να το μασήσουν. Δεν άργησε όμως να γίνει η βελτίωση. Πρόσθεσαν ένα μηχάνημα, το αχυροκοπτικό.
Ένας κύλινδρος με πυκνά δόντια πολύστροφος έκανε το άχυρο ψιλό και με την βοήθεια μιας ισχυρής αεροτουρμπίνας και με έναν σωλήνα προσαρμοσμένο, το άχυρο το έστελναν μακριά, ακόμα και μέσα στον αχυρώνα.
Υπήρχαν διάφορα αλωνιστικά συγκροτήματα Το κάθε συγκρότημα αποτελούνταν από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που εργάζονταν όλο το εικοσιτετράωρο ασταμάτητα σε βάρδιες με αρχηγό πάντα τον μηχανικό.
Ο μηχανικός ήταν ο καπετάνιος (όπως είναι στο καράβι). Υπήρχαν κανόνες που ήταν άγραφος νόμος για την καλή λειτουργία του αλωνισμού. Πολλές φορές ο μηχανικός είχε και βοηθό. Δεύτερος στην ομάδα ήταν ο παραλήπτης. Αυτός ήταν ο γραμματικός που κρατούσε όλους τους λογαριασμούς. Έπαιρνε το αλωνιστικό δικαίωμα και κανόνιζε τις βάρδιες.
Ο μηχανικός φρόντιζε να έχει έμπειρους εργάτες. Κυρίως όμως τον ενδιέφερε ο ταϊστής. Έπρεπε να πέφτει η κανονική ποσότητα μέσα στη χοάνη και με ένα πολύ ειδικό τρόπο, ώστε να μην μπουκώνει η μηχανή. Αν συνέβαινε αυτό, ο μηχανικός θα το αντιλαμβανόταν ακόμα και αν κοιμόταν.
Ο ήχος της μηχανής άλλαζε, έπεφταν οι στροφές του τρακτέρ και της μηχανής, χαμήλωναν τα φώτα και πολλές φορές πετούσε και το κουμάντο – το λουρί – που έπαιρνε τις στροφές από το τρακτέρ.
Αυτή την διαφορά την αναγνώριζε και ο νοικοκύρης, ο οποίος αμέσως πήγαινε στο χωνί, και με το ψαθάκι του – σκιάθα, ή το καπέλο, έπαιρνε μια ποσότητα άχυρο, το φυσούσε για να φύγουν από το ψαθάκι τα άχυρα, το λίχνιζε και μετρούσε το σαυριά του σταριού.
Αν ήταν πάνω από αυτά που επιτρέπονταν τότε είχε το δικαίωμα να διακόψει τον αλωνισμό, πράγμα που ήταν κακή δυσφήμιση για το αλωνιστικό συγκρότημα…
Τότε μια καλή αλωνιστική μηχανή έπρεπε: να μην αφήνει παραπάνω από 2% σπόρια στο άχυρο, να σπάει όσο το δυνατόν λιγότερα σπόρια, να δίνει καθαρά άχυρα, να είναι ακίνδυνη για τους χειριστές της, να απαιτεί λιγότερα αγροτικά χέρια, να απαιτεί λιγότερη καύσιμη ύλη (όσο το δυνατόν πιο λίγη) και να είναι απλή και φτηνή.
Σήμερα, αυτή η αλωνιστική μηχανή, έχει εκτοπιστεί από την θεριζοαλωνιστική μηχανή, (κομπίνα), που ταυτόχρονα αλωνίζει το σιτάρι αμέσως μετά την στιγμή του θερισμού.
Κείμενο από Yannis Lambrou-