Από την Αθήνα στην Τρυγώνα Καλαμπάκας-Ο Γιώργος περιγράφει τη νέα του ζωή

metakomiswe

Μετά τον Άγγελο που από την Πανόρμου μετακόμισε στην Ελάτη, τον Νίκο που έφυγε από τη Νέα Ερυθραία για να γίνει αγρότης στην Ικαρία και τον Αντώνη που πήγε την οικογένεια του σε χωριό της Σπερχειάδας ώστε να ασχοληθεί με τη μελισσοκομία, ένας ακόμα νέος άνθρωπος αποφάσισε να αφήσει το σπίτι του στην Αθήνα και να μετακομίσει σε ένα ορεινό χωριό της  Καλαμπάκας.

Ο Γιώργος Αντωνίου, μετά από είκοσι χρόνια στην Αθήνα, άλλαξε τη ζωή του όταν αποφάσισε να μετακομίσει στην Τρυγώνα, ένα πανέμορφο ορεινό χωριό της Καλαμπάκας, αναζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής.

Σε μια απόδραση μου, εξερευνώντας τα άγνωστα χωριά της ορεινής Καλαμπάκας, στο δρόμο που συνδέεται η Θεσσαλία με την Ήπειρο, έκανα στάση σε ένα παραδοσιακό μαγαζί για φαγητό. Το τοπικό τσιπουράκι ήρθε με τη συνοδεία σπιτικού μεζέ, σαλάτας από τους κήπους και ότι δοκίμασα είχε μια αυθεντικότητα. Πιάνοντας τη συζήτηση με τον Γιώργο για τα μερακλίδικα μεζεδάκια που ετοιμάζει η μαμά του, μέσα στην κουζίνα, μου ανέφερε ότι από τότε που έφυγε από την Αθήνα έχει αλλάξει η ζωή του και απολαμβάνει ότι κάνει. Κάπως έτσι αποφάσισα να πατήσω το μαγνητοφωνάκι για να μάθουμε την ενδιαφέρουσα ιστορία του.

Πώς ήταν η ζωή σου στην Αθήνα;

Έζησα είκοσι χρόνια στην Αθήνα και όταν είχα πρώτο έρθει ήταν όλα μια χαρά. Από την οικονομική κρίση, δηλαδή από το 2009 και μετά, άρχισαν να ζορίζουν πολύ τα πράγματα. Συρρικνώθηκε ο μισθός μου,εργαζόμουν ως ιδιωτικός υπάλληλος σε εταιρεία, και ένιωθα σα να είμαι ρομπότ. Ξυπνούσα το πρωί, πήγαινα στις 9.00 στην εργασία μου και επέστρεφα πίσω στο σπίτι στις 22.00 το βράδυ. Οπότε όχι μόνο δεν είχα καμία ποιότητα ζωής, ούτε καν ζωή -δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος. Στην πορεία ξεκίνησε η ακρίβεια και έφτασα στο απροχώρητο.

Ενδιάμεσα, σου είχε περάσει η ιδέα να φύγεις από την Αθήνα;

Ναι, μου είχε περάσει από το μυαλό όταν ξεκινούσε η οικονομική κρίση και έβλεπα ότι τα πράγματα δεν πάνε τόσο πολύ καλά -άρχισαν τα ζόρια και δεν ήταν όπως τα φανταζόμουν. Όμως, φοβόμουν να κάνω αυτό το βήμα: να μετακομίσω μόνιμα στο χωριό.

Πότε πήρες οριστικά την απόφαση να μετακομίσεις στην περιφέρεια;

Ακριβώς, μετά το lockdown που οικονομικά, πλέον, δεν μπορούσα να βγάλω το μήνα. Ο μισθός μου πήγαινε στο ενοίκιο και τους λογαριασμούς με αποτέλεσμα να μην μπορώ να βγω ούτε για έναν καφέ – σε τέτοιο σημείο είχα φτάσει. Εκεί είπα «Αυτό δεν είναι ζωή». Μα, δεν είναι φυσιολογικό να εργάζεσαι για να πληρώνεις μόνο λογαριασμούς. Έτσι πήρα την απόφαση να μετακομίσω μόνιμα στο χωριό -τουλάχιστον θα μπορούσα να πιω έναν καφέ με φίλους και γνωστούς.

Το 2022, τα έβαλα όλα καλά και αποφάσισα να φύγω από την Αθήνα και να πάω να ζήσω στο χωριό. Όπως, σου προανέφερα, είχαν περάσει ξανά τέτοιες σκέψεις από το μυαλό μου, όχι όμως τόσο σοβαρά. Όταν τα έβαλα κάτω να δω τι κερδίζω και τι χάνω μένοντας στην πόλη κατέληξα ότι δε χάνω απολύτως τίποτα -αντίθετα θα κέρδιζα πάρα πολλά να μετακομίσω στο χωριό. Όπως και συνέβη -έχω κερδίσει περισσότερα. Έφτασα στο σημείο να λέω ότι έπρεπε να είχα τολμήσει να φύγω νωρίτερα και να μην έμενα είκοσι χρόνια στην Αθήνα.

Είχες ένα πλάνο για το τι θα έκανες όταν μετακόμιζες στο χωριό;

Υπήρχε το καφενείο των γονιών μου και θα ασχολούμουν με το κοπάδι με τα γίδια γιατί προέρχομαι από κτηνοτροφική οικογένεια. Σκεφτόμουν ότι με κάτι από αυτά τα δύο θα ξεκινήσω -δηλαδή υπήρχε μια βάση. Οι γονείς μου είχαν το παραδοσιακό καφενείο και ήθελα πολύ να το αναπτύξω -είδα ότι έπαιρνα κάποια αναβάθμιση και ήταν ο μοναδικός τρόπος για να προσελκύσω περισσότερο κόσμο από την ευρύτερη περιοχή.

Πώς είναι να ζεις σε ένα χωριό με μόλις 65 κατοίκους; Είναι καλύτερη η ζωή σου;

Οι ρυθμοί στο χωριό είναι αργοί και τον χειμώνα έχει λίγη μοναξιά. Υπάρχει μέρα που μπορεί να μη δεις άνθρωπο, αλλά και στην Αθήνα που ήμουν με πέντε εκατομμύρια κατοίκους δεν έλεγα καλημέρα ούτε με το γείτονα. Καλύτερα να είμαι στο χωριό κι ας βλέπω μέρα παρά μέρα άνθρωπο και να μιλάμε παρά να τους βλέπω καθημερινά και να μην ανταλλάσουμε λέξη.

Έχω ηρεμήσει πάρα πολύ και δε βρίζω καθόλου. Δεν έχω νεύρα, όλα κυλούν φυσιολογικά και νιώθω ότι είμαι άνθρωπος. Έχω μια κανονική ζωή παρόλο που το χειμώνα έχει μοναξιά. Όμως, ζω σε ένα πανέμορφο ορεινό χωριό, σε αλπικό τοπίο και απολαμβάνω αυτή την ομορφιά τριγύρω μου.

Οπότε δύο χρόνια τώρα ασχολείσαι με το οικογενειακό μαγαζί; Πώς το διαμόρφωσες;

Κράτησα τη βάση το τσίπουρο με το μεζέ, που συνηθίζεται στην περιοχή μας, και πάνω σε αυτό άρχισα να χτίζω προσθέτοντας φαγητά -της ώρας και μαγειρευτά, τα οποία τα κάνουμε περισσότερο το καλοκαίρι. Έτσι ξεκίνησε ο κόσμος να μαθαίνει ότι στην Τρυγώνα υπάρχει ένα μαγαζί που από το πρωί μέχρι το βράδυ θα βρει φαγητό και ωραία μεζεδάκια. Πλέον έρχονται από τα γειτονικά χωριά, την Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα.

Κάθε Σαββατοκύριακο έχω κάτι σε σούβλα: κοκορέτσι, κοντοσούβλι, πανσέτα, αρνί. Κρεατικά της ώρας θα βρούνε τα κλασικά: σουβλάκια, λουκάνικα, μπριζόλες, παϊδάκια και όλα τα συνοδευτικά τους -δηλαδή πατάτες τηγανιτές, σαλάτες. Έχω και παραδοσιακούς μεζέδες, όπως η πηχτή (κεφάλι γουρούνι), τηγανιτές κοιλίτσες αρνίσιες και τουρσιά.

Μέσα στις γιορτές θα φτιάξουμε παραδοσιακές τσιγαρίδες και θα τις προσφέρουμε στον κόσμο που θα έρθει για φαγητό και φυσικά θα ψήσουμε γουρουνοπούλα. Κάθε χρόνο βελτιώνουμε περισσότερο το φαγητό μας κρατώντας πάντα τα παραδοσιακά μας φαγητά.

Όλα φτιάχνονται από εμάς μέσα στην κουζίνα -δεν παίρνουμε τίποτα έτοιμο.

Στο μαγαζί σου έρχονται πολλοί ξένοι τουρίστες. Τι επιλέγουν για φαγητό;

Το χωριό είναι πέρασμα και κάθε χρόνο έχουμε πολλούς και επαναλαμβανόμενους τουρίστες που σταματάνε για φαγητό. Οι ξένοι προτιμούν πολύ τα παραδοσιακά μας φαγητά. Τρώνε σαλάτες, δεν προλαβαίνω να φτιάχνω ομελέτες με τα φρέσκα αυγουλάκια μας και θέλουν μαγειρευτά, όπως μουσακά, γεμιστά, σπανιότερα θα ζητήσουν κρέας. Τώρα το χειμώνα προτιμούν γίδα βραστή και φασολάδα.

Έχεις ξανά έρθει στην Αθήνα από τότε που έφυγες;

Ναι, έχω έρθει και κάθε φορά βρίσκω την Αθήνα χειρότερη από ότι την άφησα. Ίσως συμβαίνει γιατί έχω συνηθίσει πια στο χωριό. Ακούω και τα προβλήματα που έχουν οι φίλοι μου με την ακρίβεια, την αυξανόμενη κίνηση στους δρόμους και συγκρίνοντας την ποιότητα ζωής η πόλη πια δεν έχει καμία γοητεία. Μάλιστα, πολλοί φίλοι μου θα ήθελαν να έχουν ένα χωριό για να μετακόμιζαν -έρχονται στο δικό μου και τους αρέσει πάρα πολύ.

iefimerida.gr