
Γιατί να κάνει πρόωρες εκλογές ο Μητσοτάκης;
Οσο περνούν οι μήνες τα πράγματα στην αντιπολίτευση θα γίνονται όλο και χειρότερα –τίποτα δεν δείχνει ότι θα υπάρξει μια συντεταγμένη εναλλακτική λύση που θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη σύγχρονη συγκυρία. Άρα και σε αυτό το επίπεδο, ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της Νέας Δημοκρατίας
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Αν τον επόμενο μήνα πηγαίναμε σε εκλογές, η Νέα Δημοκρατία –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– θα έχανε περίπου 40 βουλευτές.
Επιπλέον, με ένα ποσοστό πέριξ του 30%, ο στόχος της αυτοδυναμίας θα έμοιαζε σχεδόν ανέφικτος –διότι οι οκτώ ή εννιά μονάδες που υπολείπονται δεν ανακτώνται στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο ή ενδεχομένως και τριών αλλεπάλληλων αναμετρήσεων.
Ανεξαρτήτως της κούρασης ή της επίκλησης κινδύνου ακυβερνησίας. Με βάση αυτά τα δεδομένα, έως πρότινος στον ορίζοντα δεν υπήρχε ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες – άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το ξεκαθαρίζει σχεδόν σε κάθε ευκαιρία: «Εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, ο εκλογικός νόμος δεν πρόκειται να αλλάξει».
Η συζήτηση περί εκλογικού αιφνιδιασμού άνοιξε μετά και τις τελευταίες, ευρείες παροχές της κυβέρνησης προς ενοικιαστές και συνταξιούχους, οι οποίες και έρχονται σε συνέχεια άλλων (ένστολοι) και προαναγγέλλουν τις επόμενες: αυτές δηλαδή που θα ανακοινωθούν τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ και –όπως προεξοφλείται– θα αφορούν τη μεσαία τάξη, δηλαδή τους «πολλούς»
Θα έχει αλλάξει, όμως, τόσο πολύ το κλίμα έως το φθινόπωρο χάρη στα μέτρα; Καθώς κάτι τέτοιο δεν φαίνεται δυνατό, τουλάχιστον στον βαθμό που θα το επιθυμούσε το Μέγαρο Μαξίμου, το ερώτημα που προκύπτει είναι άλλο: Γιατί να θέλει ο Μητσοτάκης να παραδώσει ή, έστω, να μοιραστεί την εξουσία δύο χρόνια νωρίτερα από τη λήξη της θητείας του; Σε αντίθεση με το επιχείρημα ότι όσο περνά ο καιρός η κατάσταση για την κυβέρνηση θα γίνεται όλο και χειρότερη, η πραγματικότητα είναι ότι από εδώ και στο εξής ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της.
Διότι για να καλυφθεί το χάσμα με την κοινωνία εν γένει, αλλά και η απόσταση από το υψηλό «ταβάνι» του 41%, δεν αρκούν οι παροχές. Απαιτείται μια σειρά από δράσεις, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, για την υλοποίηση των οποίων χρειάζεται χρόνος.
Μπορεί, σύμφωνα με το κλασικό πια αμερικανικό ρητό, η οικονομία να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό ένα εκλογικό αποτέλεσμα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επιδοτώντας ενοίκια και δίνοντας συνταξιοδοτικό βοήθημα, η κυβέρνηση θα φέρει πίσω στη δική της κάλπη τις πολλές δεκάδες χιλιάδες πολίτες που πλέον της έχουν γυρίσει στην πλάτη.
Η ακρίβεια, για παράδειγμα, διαχρονικά κορυφαίο πρόβλημα της κοινωνίας, δεν καταπολεμείται με ετήσια εμβάσματα, τα οποία μάλιστα ουδείς ακόμα γνωρίζει πώς θα επηρεάσουν την αγορά των ακινήτων. Η υπερφορολόγηση επίσης: γιατί όποιος κάνει το «λάθος» στην Ελλάδα να βγάζει λίγο πάνω από 40.000 ευρώ ετησίως –άρα να υπόκειται σε 44% φόρο εισοδήματος– να εμπιστευτεί μια κυβέρνηση η οποία απλώς θέλει να αποκαλείται φιλελεύθερη; Αυτό που θα πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι όταν η καθημερινότητα για τους πολλούς είναι σχεδόν αφόρητη, ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τα μακρο-οικονομικά της χώρας.
Τα κυβερνητικά ελλείμματα, όμως, δεν περιορίζονται στην οικονομία. Η τραγωδία των Τεμπών γκρέμισε την εμπιστοσύνη των πολιτών – και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Σε αυτό το θεσμών, όπου η κυβέρνηση οφείλει να αποδείξει ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί απρόσκοπτα, όχι μόνο έναντι των φυσικών αυτουργών, αλλά και στις περιπτώσεις της πολιτικής ευθύνης. Οσο υφέρπει το αίσθημα της ατιμωρησίας, τόσο οι αποκαλούμενες «συστημικές» δυνάμεις θα βλέπουν το πολιτικό κεφάλαιό τους να μειώνεται ραγδαία.
Αλλά και στο πεδίο της αποτελεσματικότητας και της διαχείρισης: δεν νοείται μια διοίκηση που από την πρώτη μέρα στην εξουσία διαφημίζει την τεχνοκρατική επάρκειά της να μην είναι σε θέση να εγγυηθεί έναν ασφαλή σιδηρόδρομο. Ή να εμφανίζει τραγελαφική αδυναμία στη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου οργανισμού διερεύνησης δυστυχημάτων.
Τα φαινόμενα αυτά, όσο και αν οφείλονται στην κακοδαιμονία των 200+5 ετών του ελληνικού κράτους, υποδεικνύουν τα δομικά κυβερνητικά κενά. Τα οποία, για να καλυφθούν, απαιτούνται επίσης χρόνος και πράξεις. Τα Τέμπη μπορεί σήμερα να μην είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αλλά τους επόμενους μήνες όλο και κάτι θα συμβαίνει προκειμένου να ανακινείται η συζήτηση –ήταν άλλωστε τέτοιες οι κυβερνητικές αστοχίες στη διαχείριση, που η υπόθεση δεν πρόκειται να κλείσει ούτε καν όταν τελεσιδικήσει.
Προκειμένου, λοιπόν, η κυβέρνηση να μην κυνηγάει και πάλι τις εξελίξεις, έχει μπροστά της πεδίο δόξας λαμπρό να αποδείξει ότι δεν ενδιαφέρεται απλώς και μόνο για την αναπαραγωγή της εξουσίας της, την προστασία του πολιτικού προσωπικού και τον έλεγχο όσων την ελέγχουν.
Τρανό παράδειγμα η επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση, με την κοινωνία των πολιτών να βοά ότι τόσο ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, όσο ο τρόπος εκλογής της δικαστικής ηγεσίας πρέπει να αλλάξουν. Ολα αυτά δεν πρόκειται να γίνουν από τη μία μέρα στην άλλη – ή έστω έως τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες θα μοιάζει περισσότερο με δραπέτευση από αυτά τα μείζονα ζητήματα, παρά με πετυχημένο πολιτικό ελιγμό.
Οσο, δε, για αυτούς που θεωρούν την ανυπαρξία της αντιπολίτευσης το καλύτερο «παράθυρο ευκαιρίας» για εκλογές; Δυστυχώς, όσο περνούν οι μήνες τα πράγματα στην αντιπολίτευση θα γίνονται όλο και χειρότερα –τίποτα δεν δείχνει ότι θα υπάρξει μια συντεταγμένη εναλλακτική λύση που θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη σύγχρονη συγκυρία.
Αρα, και σε αυτό το επίπεδο, ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Την άνοιξη του 2021 ήταν πολλοί, μεταξύ αυτών και κορυφαίοι υπουργοί, που απορούσαν γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προσέφυγε τότε στις κάλπες, ώστε μετά την πανδημία και την ελληνοτουρκική κρίση να ανανεώσει πανηγυρικά την εντολή του.
Επεσαν έξω. Σήμερα, ξανά εν μέσω μιας ατέρμονης διεθνούς κρίσης, μια τέτοια επιλογή φαντάζει το ίδιο παράταιρη.
Πηγή: Protagon.gr
Ακολουθήστε το TrikalaTroll στο Google News