
«Τι θα θέλατε να μάθετε για μένα;» ρωτά καθώς μας υποδέχεται στο σπίτι της, πάνω από το παλιό οικογενειακό εργοστάσιο, στη συμβολή των οδών Ομήρου και Θεμιστοκλέους. Κόρη του «δημάρχου με το ποδήλατο» Ιωάννη Μάτη, σύντροφος του Κωστή Κλιάφα της ιστορικής παγοποιίας-βιομηχανίας παραγωγής αναψυκτικών, η Μαρούλα Κλιάφα χάραξε την πορεία της στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων, επιμένοντας να κρατά τη ζωή της μακριά από την Αθήνα και τα λογοτεχνικά στέκια της. Αντ’ αυτών βρήκε στη Θεσσαλία μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης, εντόπισε στις λαϊκές παραδόσεις, στους μύθους και στους θρύλους τηςπλούσιες θεματικές. Και πρόσφερε τις λέξεις της με γενναιοδωρία στα παιδιά, το πιο απαιτητικό κοινό της.

Εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο στα 88 της χρόνια ανασύρει πρόσωπα και πράγματα από το παρελθόν, σε μια αφήγηση που δεν κουράζει με περιττές λεπτομέρειες. Ξεχωρίζω κάποια προσωπικά της αντικείμενα ως «εργαλεία» εικονογράφησης της πολύωρης συνάντησής μας. Τα εξώφυλλα των βιβλίων της, τυπωμένα σε σμίκρυνση και τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, στα ράφια της βιβλιοθήκης. Την κορνίζα με την ασπρόμαυρη γαμήλια φωτογραφία – εκείνη μια κομψή νύφη ντυμένη στον οίκο Αντωνόπουλου να κρατά ερωτευμένη το χέρι του Κωστή της, που έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι που μας πέρασε. Τις χειρόγραφες απομαγνητοφωνήσεις των δεκάδων παραμυθιών που κατέγραψε αλωνίζοντας τα θεσσαλικά χωριά, πολύτιμα ντοκουμέντα λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς σε μια εποχή που η αξία της προφορικής παράδοσης δεν είχε αναγνωριστεί όπως της έπρεπε. Τις πρωτότυπες ζωγραφιές του καραγκιοζοπαίχτη Θανάση Σπυρόπουλου για τη συλλογή 12+1 παραμύθια από τη Θεσσαλία, τον οποίο περίμενε δύο χρόνια να τις ολοκληρώσει, πεπεισμένη ότι η έκδοση δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης χωρίς αυτές. Τα παλιά μηχανήματα, τις διαφημιστικές ρεκλάμες, τα ρετρό καπάκια, καθετί που απαρτίζει τη συλλογή του Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού Κλιάφα, του μουσειακού χώρου που παρουσιάζει ευσύνοπτα την ιστορία του εργοστασίου και της πόλης και ανέστειλε τη λειτουργία του την περίοδο της πανδημίας.

Χωρίς φόβο
«Γεννήθηκα στα Τρίκαλα στις 24 Μαρτίου 1937. Οι γέννες γίνονταν στο σπίτι τότε. Στην Κατοχή ήμουν τεσσάρων χρόνων όταν έγιναν οι μεγάλοι γερμανικοί βομβαρδισμοί. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει ένα καταφύγιο από μπετόν κάτω από το σπίτι κι από πάνω έβαζε σακιά με άμμο, γιατί οι βόμβες ήταν εμπρηστικές. Ακούγαμε τη σειρήνα και τρέχαμε στο καταφύγιο, το οποίο ήταν μεγάλο και χωρούσε και τους γείτονες, κι εγώ το έβλεπα σαν παιχνίδι, σαν κρυφτό. Ώσπου στις 15 Απριλίου του 1941, φύγαμε από την πόλη γιατί δεν ήμασταν πια ασφαλείς. Πήραν οι γονείς μου κάποια ρούχα και φτάσαμε στα Ρόγγια, όπου μείναμε σε μια στρούγκα. Έβγαλαν οι χωρικοί τα πρόβατα, καθαρίσαμε τις σβουνιές και κρυφτήκαμε για μία εβδομάδα. Στα αθώα μάτια μου, αυτό ήταν καταπληκτικό, μια ευλογία να είμαι μαζί με τα αρνάκια».
«Στις 15 Απριλίου 1941, πήραν οι γονείς μου κάποια ρούχα και φτάσαμε στα Ρόγγια, όπου μείναμε σε μια στρούγκα. Έβγαλαν οι χωρικοί τα πρόβατα, καθαρίσαμε τις σβουνιές και κρυφτήκαμε. Στα αθώα μάτια μου, αυτό ήταν καταπληκτικό, μια ευλογία να είμαι μαζί με τα αρνάκια».
Η παράδοση των Τρικάλων στους Γερμανούς θα αφήσει πίσω της συντρίμμια και χαλασμό. Επιστρέφοντας, στον κήπο του αστικού σπιτιού των Ματέων στο Βαρούσι, ξεριζώνονται τα λουλούδια, για να φυτευτούν πατάτες, ώστε να υπάρχει διαθέσιμη τροφή. Το οικογενειακό χαλβαδοποιείο επιτάσσεται και το σουσάμι, η πρώτη ύλη του χαλβά, αξιοποιείται για την παραγωγή σησαμέλαιου, το οποίο διανέμεται στα συσσίτια αντί ελαιολάδου. Οι εικόνες διατηρούνται στη μνήμη της ζωηρές, παρά το πέρασμα του χρόνου. Θυμάται να κάθεται με άλλα κορίτσια στη σειρά, στον Αμάραντο, το χωριό του πατέρα της, και να ξηλώνει τα αλεξίπτωτα που έριχναν οι Εγγλέζοι με όπλα και αρβύλες, τροφοδοτώντας την Αντίσταση με στρατιωτικό εξοπλισμό. «Ήταν καλοκαίρι του 1943 και θα πηγαίναμε με τα άλλα παιδιά να μαζέψουμε κυδώνια στην άκρη του οικισμού. Πέρασε τότε ένας αντάρτης και μας είπε “φύγετε, έρχεται ο Βελουχιώτης”. Και πράγματι, πέρασε από μπροστά μας μια κουστωδία ανθρώπων. Είχα την τύχη να αντικρίσω τον Άρη ζωντανό, γιατί αργότερα είδα το κεφάλι του στα Τρίκαλα, στην πλατεία, όπου πήγε όλος ο κόσμος, όπως πήγε και για να δει τους πέντε κρεμασμένους ΕΠΟΝίτες. Χωρίς φόβο, χωρίς αποτροπιασμό για τη φρίκη. Δεν ξέρω τι μας έκανε έτσι, ήταν η άγνοια ή η παιδική περιέργεια. Σαν να μην καταλαβαίναμε τι θα πει θάνατος».

Στον Εμφύλιο, ο πατέρας της θα κατηγορηθεί ως τροφοδότης των ανταρτών και θα φυλακιστεί. «Μας επέτρεπαν να φέρνουμε φαγητό στους δικούς μας, μια μέρα λοιπόν είχα πάει δυο πιάτα τυλιγμένα με πετσέτες. Κάποιος με έσπρωξε, έπεσαν κι άρχισα να κλαίω. Με πήρε τότε ένας χωροφύλακας και με κατέβασε στο υπόγειο να τον δω, ανάμεσα σε πολλούς άλλους ανθρώπους, ξαπλωμένους στο τσιμέντο. Ο πατέρας μου σηκώθηκε, με αγκάλιασε και τα γένια του με τσίμπησαν στο πρόσωπο, γιατί ήταν αξύριστος. Μου ψιθύρισε ότι κάθε απόγευμα τους προαύλιζαν για μία ώρα και ότι από την πίσω πόρτα στην αυλή υπήρχε μια ξύλινη πόρτα με χαραμάδες. Ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε να τον βλέπουμε με τον αδελφό μου, ο οποίος μου έλεγε “κοίταξέ τον, σαν τον Πικάσο είναι’’. Γιατί δεν καταφέρναμε να τον διακρίνουμε ολόκληρο, φαινόταν πότε προφίλ, πότε ο ώμος του. Το ωραίο είναι πως ο χωροφύλακας μας είχε υποδείξει πού ήταν αυτή η πόρτα. Και αναρωτιόμουν “άραγε αυτός τι είναι, με τους καλούς ή με τους κακούς”, γιατί μόνο αυτή η διάκριση υπήρχε στο μυαλό μου».

Με τον Κωστή
Ως μαθήτρια γράφει εξαιρετικές εκθέσεις, ενώ ολοκληρώνει και ένα θεατρικό έργο, το οποίο παρουσιάζεται σε παράσταση του σχολείου της. Διαβάζει εφημερίδες, λατρεύει τη μυθολογία και επισκέπτεται τακτικά τη βιβλιοθήκη της πόλης, για να εμπλουτίσει τα αναγνώσματά της. Τελειώνοντας το σχολείο, θα πείσει τους γονείς της να την εγγράψουν στην Ελληνοαμερικανική Αβραμίδη, όπου λειτουργεί μία από τις πρώτες ιδιωτικές σχολές δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. «Δημοσιογράφος τελικά δεν έγινα, όμως οι σπουδές μου με έμαθαν να αποδελτιώνω και να ξεχωρίζω το σημαντικό από το σκάρτο». Το πτυχίο της θα το πάρει παντρεμένη πια – η ζωή της είχε ήδη συναντηθεί με αυτήν του Κωστή Κλιάφα, με τον οποίο θα αποκτήσει δύο γιους.

«Ο Κωστής είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο στην Αθήνα κι έπειτα έκανε το μεταπτυχιακό του στο Κολούμπια. Γνωριζόμασταν κοινωνικά. Έκανε πολλά πρωινά πάρτι, με βερμούτ και ξηρούς καρπούς, όπου οι καλεσμένοι χόρευαν τους μοντέρνους χορούς της εποχής. Ο πατέρας μου, ενώ μου επέτρεπε να πηγαίνω στα πάρτι, δεν ήθελε να χορεύω, κι εγώ τον υπάκουα. Όμως η αποχή μου από τον χορό ήταν ιδιαίτερα δελεαστική για τα αγόρια. Κι έτσι, όχι μόνο είχα επιτυχίες αλλά ήμουν και πάντοτε ερωτευμένη με τον έρωτα. Το ειδύλλιο προέκυψε σε μια εκδρομή στο Ναύπλιο, όπου ταξιδέψαμε με παρέα. Ήρθε αργότερα και με βρήκε στη Γαλλία, είχα πάει στην Αλιάνς Φρανσέζ για να εξασκήσω τα γαλλικά μου. Τον περίμενα στον σταθμό της Λυών και φύγαμε κρυφά για το Αμβούργο και από εκεί για Κοπεγχάγη. Είχα γράψει δέκα επιστολές, τις είχα δώσει σε μια Ισπανίδα συμμαθήτριά μου και της είχα ζητήσει να στέλνει κάθε μέρα και από μία στη μάνα μου, για να μη με πάρει είδηση».

Επιτόπια έρευνα
Το 1971 λαμβάνει μέρος με το ψευδώνυμο Μαρία η Τρικαλινή σε πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής που διοργανώνει η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και βραβεύεται. «Η απονομή έγινε στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, όπου με βρήκε η Τατιάνα Σταύρου και μου έδωσε συμβουλές για το πώς να αποφεύγω τα υπερβολικά καλολογικά στοιχεία, με τα οποία μας είχαν τρελάνει στο σχολείο. “Το επίθετο είναι εχθρός του ουσιαστικού’’, μου είπε τότε και δεν το ξέχασα ποτέ. Λίγο καιρό αργότερα, σε μια διάλεξη, γνώρισα τη Ζωρζ Σαρή, με την οποία γίναμε φίλες και με πήγε στον Κέδρο. Εκεί έβγαλα το 1974 την Ηλιαχτίδα, το πρώτο μου βιβλίο, με μικρές ιστορίες για μικρά παιδιά».
«Η Τατιάνα Σταύρου, πρόεδρος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, με συμβούλευσε τότε πώς να αποφεύγω τα υπερβολικά καλολογικά στοιχεία, με τα οποία μας είχαν τρελάνει στο σχολείο. “Το επίθετο είναι εχθρός του ουσιαστικού”, μου είπε
και δεν το ξέχασα ποτέ».
Είναι περίπου την ίδια εποχή που εξορμά στη θεσσαλική ύπαιθρο και πηγαίνει με το μαγνητοφωνάκι της από χωριό σε χωριό, για να μαζέψει λαϊκά παραμύθια. Το είδος το είχε αγαπήσει από τη γιαγιά της, μητέρα του πατέρα της και χαρισματική αφηγήτρια. «Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έκανα. “Τι ασχολείσαι με αυτά τα παρακατιανά”, μου έλεγαν. Συγκέντρωσα πάνω από 100 παραμύθια και ήταν πολλές οι διαφορετικές παραλλαγές από χωριό σε χωριό. Τα έγραφα σε κασέτες Μάξελ κι έπειτα απομαγνητοφωνούσα. Δεν ωραιοποίησα τίποτα, η μοναδική μου παρέμβαση ήταν να παραλείπω τις επαναλήψεις και τα χάσματα. Τους έλεγα τα δικά μου για να ακούσω τα δικά τους, μοιραζόμουν τα χούγια μου για να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους. Δεν γινόταν να κουρδίσεις τους παραμυθάδες για να σου πουν την ιστορία, έπρεπε να χτίσεις σχέση μαζί τους. Κάποιοι μάλιστα φορούσαν τα καλά τους ρούχα – θυμάμαι μια γυναίκα που μου ζήτησε να πάει να αλλάξει, σαν να επρόκειτο για θεατρική παράσταση. Ήταν μια άλλη που διηγιόταν κι έκλαιγε, αχ το καημένο το παιδί, έλεγε, σαν να ήταν κάτι ζωντανό, έβλεπε την ιστορία σαν πραγματικό γεγονός».

«Τους έλεγα τα δικά μου για να ακούσω τα δικά τους, μοιραζόμουν τα χούγια μου για να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους. Δεν γινόταν να κουρδίσεις τους παραμυθάδες για να σου πουν την ιστορία, έπρεπε να χτίσεις σχέση μαζί τους».
Από την επιτόπια έρευνά της θα αντλήσει υλικό για μια σειρά από εκδόσεις στις δεκαετίες που ακολουθούν. Δουλεύει ασταμάτητα τα μεσημέρια, όταν το σπίτι ησυχάζει και το τηλέφωνο δεν χτυπά, γράφοντας στο χέρι και αργότερα στον υπολογιστή μυθιστορήματα για ενήλικες και παιδιά, λαογραφικές συλλογές αλλά και μελέτες τοπικής ιστορίας, όπως η τρίτομη έκδοση Τρίκαλα: Από τον Σεϊφουλλάχ ως τον Τσιτσάνη. Έργα της μεταφράζονται στα ρωσικά και στα γερμανικά, συμπεριλαμβάνονται σε σχολικά εγχειρίδια, βραβεύονται από την Ακαδημία Αθηνών, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου. Μαζί με την Έλγκα Καββαδία δημιουργούν μια πρότυπη ζωντανή βιβλιοθήκη για τα παιδιά των Τρικάλων, ενώ βιβλιοθήκη θα στήσει και στα Ψυγεία Κλιάφα για τους εργαζομένους του εργοστασίου.

Ακούραστη, επισκέπτεται σχολεία ανά την Ελλάδα, απολαμβάνοντας την αλληλεπίδραση με τα παιδιά – αυτή ακριβώς της πρόσφερε τα υλικά για το μυθιστόρημα Η ιστορία ενός νεαρού gamer (2018), που πραγματεύεται τη σχέση των εφήβων με τα βιντεοπαιχνίδια. «Η προϋπόθεση για να αποδεχθώ οποιαδήποτε πρόσκληση ήταν οι μαθητές να έχουν διαβάσει το βιβλίο μου για το οποίο θα συζητούσαμε. Ήθελα να μάθω τι τους ενδιέφερε περισσότερο, αν το τέλος της ιστορίας μου τους είχε ικανοποιήσει και πώς θα την έκλειναν εκείνοι. Με αυτή την προσμονή τούς συναντούσα, εκτιμώντας την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό τους. Και πάντα τους προκαλούσα να τη συνεχίσουν». Στα σχολεία σταμάτησε, βέβαια, να πηγαίνει πριν από δύο χρόνια, ωστόσο παραμένει παρούσα με τη συνδρομή της τεχνολογίας. Τα emails γεφυρώνουν τη φυσική απόσταση και η σχέση συνεχίζεται: αληθινή, ανατροφοδοτούμενη, ζωντανή.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 11ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Τρίκαλα», Φεβρουάριος 2025.