Η μνημονιακή περίοδος ολοκληρώθηκε. Οι συνέπειες όμως αυτής της δεκαετίας θα είναι… μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Μια από αυτές, η… φτωχοποίηση με όποιο δείκτη και αν την μετρήσεις.
Ναι, έχει σημειωθεί βελτίωση τα τελευταία τρία χρόνια, καθώς εκεί που είχαμε φτάσει το μέσο εισόδημα να αντιστοιχεί ακόμη και στο 62-63% του κοινοτικού μέσου όρου, τώρα είμαστε στο 67%. Όμως, το συμπέρασμα δεν αλλάζει: με τα δύο τρία του μέσου ευρωπαϊκού εισοδήματος, το κύμα ανατιμήσεων, ο πληθωρισμός και το ράλι στις τιμές των ακινήτων γίνονται για τον Έλληνα πολίτη “βουνό”.
Τα αίτια της φτωχοποίησης είναι λίγο πολύ γνωστά. Όταν σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες από το 2010 μέχρι και το 2023, οι ονομαστικοί μισθοί ανέβαιναν συνεχώς, στην Ελλάδα μειώνονταν, σε μια προσπάθεια δια της εσωτερικής υποτίμησης να εξαφανιστούν τα ελλείμματα. Κάπως έτσι, ο Πολωνός, ο Ρουμάνος, ο Ούγγρος, πολίτες που παραδοσιακά και επί δεκαετίες θεωρούνται φτωχότεροι από τους Έλληνες, μας έχουν ξεπεράσει. Στις χώρες τους μιλούν για σύγκλιση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι αντίστοιχο.
Το ζήτημα δεν είναι η διαπίστωση του προβλήματος αλλά η επίλυσή του. Οι “συνταγές” είναι συγκεκριμένες: επενδύσεις για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και να δημιουργηθεί κύμα αυξήσεων των μισθών το οποίο όμως θα έχει “στέρεες βάσεις” χωρίς να προκαλεί προβλήματα στην αγορά εργασίας. Αυτές οι επενδύσεις όμως δεν γίνονται από τη μια ημέρα στην άλλη. Διότι είναι παραγωγικές επενδύσεις -και όχι εξαγορές ακινήτων ή χρηματοοικονομικές τοποθετήσεις- οι οποίες για να ολοκληρωθούν και να μπουν σε παραγωγική διαδικασία απαιτούν χρόνο.
Οι κινήσεις που γίνονται με την αύξηση του κατώτατου μισθού βοηθούν, καθώς συμβάλλουν στην αύξηση του μέσου εισοδήματος. Όμως δεν αρκούν. Το ζητούμενο είναι να αυξηθεί ο μέσος μισθός και αυτό απαιτεί πολλά: νέες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, νέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι θα τροφοδοτούνται κυρίως από εξωστρεφείς δράσεις όπως οι επενδύσεις και οι εξαγωγές και πολλά ακόμη.
Όσο για το κυριότερο: θα χρειαστεί χρόνος. Η επούλωση των πληγών που άνοιξε η πολυετής ύφεση δεν θα γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη.
thetoc.gr