Ζοφερό προοιωνίζεται το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, καθώς κρίσιμα μακροοικονομικά δεδομένα διαψεύδουν το αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης περί «success story».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος στο διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024 το έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας στις συναλλαγές με το εξωτερικό ξεπέρασε τα 7 δισ. ευρώ (αυξήθηκε κατά 989,5 εκατ. ευρώ), καθώς οι εξαγωγές μειώθηκαν ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν, ένδειξη ότι η χώρα δεν είναι ανταγωνιστική.
Σημειωτέον, η Fitch Ratings «βλέπει» έλλειμμα τουλάχιστον 5% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για την τριετία 2024-2026.
Την ίδια στιγμή τα έσοδα από τον Τουρισμό τον μήνα Αύγουστο ήταν 4,2 δισ. ευρώ, λιγότερα κατά 78,6 εκατ. ευρώ από ό,τι το 2023.
Να επισημανθεί πως είναι ο δεύτερος μήνας που οι τουριστικές εισπράξεις μειώνονται, καθώς το ίδιο είχε συμβεί και τον Ιούλιο (-177 εκατ. ευρώ).
Εξίσου απογοητευτικό είναι το τοπίο στις επενδύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, στο επίκεντρο της κριτικής τίθενται πλέον οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, το Δημογραφικό, το εισόδημα των πολιτών, η ακρίβεια… αλλά κυρίως οι εισαγωγές, που βάζουν φωτιά στο παραμύθι περί ισχυρής οικονομίας ενισχύοντας τα ελλείμματα και το χρέος, γεγονός που με μαθηματική ακρίβεια θα μας οδηγήσει σε νέα μνημόνια όχι πολύ μακριά χρονικά από τώρα…
Λάθος πλευρά
Χτυπημένη από τη χρηματοπιστωτική κρίση την περίοδο 2010-2012 και την επιβληθείσα λιτότητα που ακολούθησε, η Ελλάδα ακόμη δεν έχει ανακάμψει.
Μάλιστα, οι προοπτικές επιδεινώθηκαν συν τω χρόνω από ένα άνευ προηγουμένου πληθωριστικό σπιράλ που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού λόγω πανδημίας και επιδεινώθηκε από τη σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας, στην οποία η Ελλάδα πήρε το λάθος μέρος.
Όλο αυτό προκάλεσε μεγάλο «πόνο» στην ελληνική οικονομία, η οποία εξαρτάται από τις εισαγωγές ενέργειας και τροφίμων.
Έσοδα
Στο μεταξύ, η υπέρβαση στα έσοδα είναι αποτέλεσμα κυρίως των αυξημένων εσόδων από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) των πληθωριστικών τιμών αγαθών και υπηρεσιών.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το ΔΝΤ «για τις χώρες με χρέος υψηλότερο από το 50% του ΑΕΠ, όπως είναι και η Ελλάδα, για κάθε ποσοστιαία μονάδα απρόσμενου πληθωρισμού το δημόσιο χρέος μειώνεται κατά 0,6% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, καθώς ο πληθωρισμός θα συνεχίζεται και θα είναι περισσότερο προβλέψιμος δεν θα συμβάλει πλέον στη μείωση του λόγου του χρέους.
Ο πληθωρισμός μειώνει αντίστοιχα και το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος ως ποσοστό στο ΑΕΠ καθώς οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται λιγότερο από το ονομαστικό ΑΕΠ, αλλά το αποτέλεσμα αυτό εκλείπει πιο γρήγορα σε σχέση με αυτό που αφορά στη μείωση του χρέους».
Καλοί οι τίτλοι στις εφημερίδες
Οπότε καλοί οι πηχυαίοι τίτλοι περί καλύτερης οικονομίας… -μας έλειψαν, είναι η αλήθεια- αλλά μάλλον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
«Πριν από περίπου 10-11 χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας.
Πλέον, η πρώην υποψήφια για πτώχευση χώρα φαίνεται να έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, με την ανάκτηση και της επενδυτικής βαθμίδας – και αυτή είναι μια αξιοσημείωτη επιστροφή.
Όμως, η χώρα εξακολουθεί να βαρύνεται τρομακτικά από την κληρονομιά των χρόνων της κρίσης.
Το μεγαλύτερο βάρος είναι το τεράστιο βουνό του χρέους, που αντιπροσωπεύει 1,6 φορές τη φετινή οικονομική παραγωγή.
Βέβαια, το χρέος θεωρείται βιώσιμο επειδή πάνω από το 70% των υποχρεώσεων βαρύνουν δημόσιους πιστωτές όπως τα ταμεία διάσωσης του ευρώ, ESM και EFSF.
Οι όροι του δανείου είναι μεγάλοι και τα επιτόκια εξυπηρέτησης χαμηλά.
Η χώρα μέχρι στιγμής δεν έχει καταβάλει καθόλου τόκους για τα δάνεια του EFSF, συνολικού ύψους 97 δισεκατομμυρίων ευρώ, από το 2013.
Η εξυπηρέτησή τους έχει λάβει αναστολή μέχρι το τέλος του 2032.
Αλλά τότε οι Έλληνες μπορεί να υποστούν ξανά ένα απότομο και άγριο ξύπνημα, δεδομένου ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα συνεχίσει αυξανόμενο, οι εξαγωγές δεν πάνε καλά και ο Τουρισμός υποχωρεί.
Οι πληρωμές τόκων που θα έχουν προκύψει μέχρι τότε θα ανέρχονται σε περίπου 25 δισ. ευρώ.
Όταν ληφθούν υπόψη στις αρχές του 2033, ο δείκτης χρέους της Ελλάδας είναι πιθανό να αυξηθεί ξαφνικά κατά οκτώ έως δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
Η ανάγκη για αναχρηματοδότηση θα αυξηθεί αναλόγως.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι δανειστές θα δίνουν στην Αθήνα συνεχώς νέες αναβολές. Αυτό είναι δυνατό.
Αλλά, Έλληνες, δεν πρέπει να βασίζεστε σε αυτό, γιατί κανείς δεν ξέρει πώς θα είναι η πολιτική ισορροπία δυνάμεων στο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών των χωρών του ευρώ σε οκτώ χρόνια.
www.bankingnews.gr