Συναγερμός για την έξαρση κρουσμάτων κοκκύτη: Πώς προστατεύονται βρέφη και παιδιά

425380171_445685507791546_7050816799981839445_n

Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος. Οι επιπλοκές είναι συχνότερες στα βρέφη και εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα.

Ήδη 34 κρούσματα κοκκύτη έχουν καταγραφεί από την αρχή του έτους στην Ελλάδα, όταν το 2023 είχαν δηλωθεί συνολικά 9. Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ ανάμεσα στα κρούσματα συμπεριλαμβάνονται μέχρι στιγμής 17 παιδιά και έφηβοι, εκ των οποίων 6 αφορούν σε βρέφη ηλικίας κάτω του έτους, ενώ ένα νεογνό κατέληξε.

Όπως υπογραμμίζει, τα βρέφη διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσου και θανάτου και σχεδόν όλοι οι θάνατοι στις χώρες της Ευρώπης, έχουν καταγραφεί σε βρέφη κάτω των τριών μηνών. Επιπλέον, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από το ECDC, οι ηλικιακές ομάδες που προσβάλλονται περισσότερο είναι τα παιδιά, οι νεαροί έφηβοι, καθώς και τα βρέφη που δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους.

Συχνότερες στα βρέφη οι επιπλοκές

Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος. Οι επιπλοκές είναι συχνότερες στα βρέφη και εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου.

Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα όσων νοσούν. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα.

Υψηλή μεταδοτικότητα

Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής 80% μεταξύ
επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Οι πάσχοντες είναι περισσότερο
μεταδοτικοί κατά τη διάρκεια του καταρροϊκού σταδίου (πρόκειται για το πρώτο στάδιο της νόσου που διαρκεί 1-2 εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα) καθώς και τις δυο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του βήχα (περίπου 21 ημέρες), ενώ κάποια άτομα ιδιαίτερα παιδιά που έχουν θετική καλλιέργεια για αρκετές εβδομάδες παραμένουν μεταδοτικά για μεγαλύτερη περίοδο. Ο χρόνος επώασης του κοκκύτη κυμαίνεται συνήθως από 7 έως 10 ημέρες, με εύρος 4-21 ημέρες (και σπανίως έως 42 ημέρες).

Κρούσματα μπορεί να εμφανιστούν σε κανονικά εμβολιασμένους εφήβους και ενήλικες λόγω του ότι η ανοσία μετά από εμβολιασμό προοδευτικά εξασθενεί. Έτσι οι έφηβοι και ενήλικες αποτελούν πηγή λοίμωξης για ανεμβολίαστα βρέφη και παιδιά. Στα βρέφη κάτω του ενός έτους που νόσησαν από κοκκύτη και ήταν δυνατός ο προσδιορισμός της πηγής της λοίμωξης, ως συχνότερη αναγνωρίστηκαν τα μέλη της ίδιας της οικογένειας (μητέρες 32%, κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας 43%).

Όπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα του ΕΟΔΥ, η πρόληψη του κοκκύτη γίνεται με τη διενέργεια συστηματικού εμβολιασμού. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε το ολοκυτταρικό εμβόλιο που μετά χορήγηση 4 δόσεων ήταν κατά 70%-90% αποτελεσματικό στην πρόληψη της νόσου. Ωστόσο οι ανεπιθύμητες ενέργειές του τοπικές και συστηματικές δεν ήταν σπάνιες και οδήγησαν στην παρασκευή νέου ακυτταρικού εμβολίου. Η αποτελεσματικότητα του ακκυταρικού εμβολίου κυμαίνεται από 80% ως 85% αλλά έχει πολύ λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ενώ η προστατευτική του δράση εξασθενεί μετά την πάροδο 5 ετών. Το ακυτταρικό εμβόλιο του κοκκύτη χορηγείται είτε σε συνδυασμό με τα εμβόλια διφθερίτιδας και τετάνου ως τριπλό εμβόλιο (DTaP) είτε σε πολυδύναμα εμβόλια κατά τον 2ο, 4ο, 6ο, 15ο-18ο μήνα ζωής και ακόμη στα 4-6 χρόνια.

Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί επίσης τριπλό ακυτταρικό εμβόλιο (TdaP) ως αναμνηστική δόση για εφήβους και ενήλικες.

Εμβολιασμός εγκύων και λεχωίδων

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η αύξηση των δηλωθέντων κρουσμάτων κοκκύτη πιθανώς συνδέεται με τη μη έγκαιρη ανοσοποίηση ορισμένων ηλικιακών ομάδων καθώς και τη χαμηλότερη κυκλοφορία του παθογόνου κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.

Ο έγκαιρος εμβολιασμός, από τον 2ο μήνα ζωής σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών και η ολοκλήρωση του εμβολιασμού με όλες τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων των παιδιών και των ενηλίκων σύμφωνα με το αποτελεί βασικό μέτρο πρόληψης.

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στον εμβολιασμό όλων των εγκύων (σε κάθε κύηση και κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης) καθώς και των λεχωΐδων που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης συστήνεται ο έγκαιρος εμβολιασμός όλων των μελών της οικογένειας που έρχονται σε επαφή με νεογνά και βρέφη (τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή) ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.

 

 

thetoc