Με περίπου μία 10ετία αυξήσεων, και αν έχουμε μέση ετήσια αύξηση 3%, θα καταστεί εφικτό να φτάσει ο μέσος μισθός στην Ελλάδα, από το 68% που ήταν το 2022, στο 100% του μέσου όρου της Ε.Ε., σύμφωνα με το capital.gr
Ο στόχος που έχει θέσει η κυβέρνηση για αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ και του κατώτερου μισθού στα 900 ευρώ μέχρι και το τέλος της δεύτερης θητείας της στα μέσα του 2027 είναι ρεαλιστικός, αλλά υπό προϋποθέσεις, όπως είναι η παραγωγικότητα εργασίας, η σταθερή, υψηλή αύξηση του ΑΕΠ και η εξυγίανση της αγοράς εργασίας από στρεβλώσεις που εμφανίζονται σήμερα σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως είναι ο τουρισμός και η εστίαση. Στους κλάδους αυτούς, παρότι η πολυετής οικονομική κρίση δεν είχε τόσο αρνητική επίδραση όσο αλλού, σήμερα παρακολουθούμε να υπάρχει μια έλλειψη εργατικού της τάξης του 30% και να μην μπορεί να καλυφθεί παρότι και οι μισθοί αυξήθηκαν και η ανεργία παραμένει σε πραγματικά επίπεδα κοντά στο 11%.
Η παραγωγικότητα εργασίας
Η πρώτη βασική προϋπόθεση που θα επιτρέψει μια ισόρροπη αύξηση των μισθών είναι η σταθερή αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας. Τούτο με δεδομένο ότι μόνο με τη σύνδεση των αμοιβών και των αυξήσεων με την παραγωγικότητα μπορούμε να μιλήσουμε για υγιή ανάπτυξη της οικονομίας. Για την Ελλάδα τα περιθώρια βελτίωσης είναι πολύ μεγάλα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε απασχολούμενους είναι περίπου στο 61% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 55% του μέσου όρου της Ευρωζώνης των “19”. Αντίστοιχα, η ελληνική παραγωγικότητα σε ώρες εργασίας είναι περίπου στο 49% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 και στο 43% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Οι χαμηλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας οφείλονται κυρίως στη μη αξιοποίηση της τεχνολογίας στην εργασία, καθώς και στη μη επίτευξη οικονομιών κλίμακας.
Σημείο καμπής για την αλλαγή των πραγμάτων είναι οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης, αν βεβαίως αξιοποιηθούν σωστά τα 36 δισ. ευρώ τα οποία έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα μέχρι και το 2026.
Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό στοιχείο σχετίζεται με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που αναμένεται να γίνει οξύτερο με την πάροδο του χρόνου. Το γεγονός, δηλαδή, ότι το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας θα μεγαλώνει σε ηλικία, κάνοντας την προώθηση αλλαγών όλο και δυσκολότερη. Και εδώ η πρώτη λύση είναι η μεγαλύτερη συμμετοχή νέων και γυναικών στην αγορά εργασίας, που είναι από τα χαμηλότερα εντός της Ε.Ε.
Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη
Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας θα βοηθήσει και την οικονομική μεγέθυνση, ώστε οι αυξήσεις στους μισθούς να συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Οι προβλέψεις τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΔΝΤ συγκλίνουν, με μια μικρή απόκλιση μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, και οι δύο διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ανάπτυξη πάνω από 2% μέχρι και το 2026 και στη συνέχεια περιμένουν την υποχώρηση της ανάπτυξης, από το 2027 και μετά, στο 1,5% σύμφωνα με την Επιτροπή και στο 1,2% σύμφωνα με το ΔΝΤ. Ωστόσο οι αυξήσεις των μισθών θα ακολουθούν το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ συν τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ, ο οποίος θα παραμείνει επίσης πάνω από το 2%. Συνεπώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η ανάπτυξη μακροπρόθεσμα θα παραμείνει σίγουρα πάνω από το 3% για περισσότερο από 10 χρόνια. Επομένως, η ανάπτυξη μπορεί να στηρίξει αυξήσεις οι οποίες θα βοηθήσουν στη σύγκλιση των εισοδημάτων με τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Εκτός από τις αυξήσεις που θα πρέπει να γίνουν, οι ονομαστικοί μισθοί επιβαρύνονται ακόμη από υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, παρά τη μείωσή τους κατά 4,4% την προηγούμενη 4ετία. Ειδικότερα, σήμερα εργοδότες και εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές στο 36,16% του ονομαστικού μισθού τους. Οι εργοδότες και εργαζόμενοι πληρώνουμε επίσης από 3% για επικουρική ασφάλιση, 4,55% για υγειονομική περίθαλψη οι εργοδότες και 2,55% οι εργαζόμενοι και, τέλος, 1,41% οι εργοδότες στο πλαίσιο των συνεισπραττόμενων εισφορών για ανεργία, ΛΑΕΚ, εργατική εστία κ.λπ. και 1,65% για τις αντίστοιχες εισφορές οι εργαζόμενοι.
Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει ακόμη από τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές ανάμεσα στις χώρες – μέλη του Οργανισμού. Συγκεκριμένα, ενώ οι κρατήσεις για φόρο εισοδήματος είναι σε μέσα επίπεδα λίγο πάνω από το 10%, μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζομένου φτάνουν τη φορολογία στην εργασία πάνω από το 45%. Οι υψηλές εισφορές, εκτός από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, αποτελούν ακόμα και σήμερα αντικίνητρο προσλήψεων. Στην κατεύθυνση αυτή, η κυβέρνηση σχεδιάζει να μειώσει περαιτέρω τις ασφαλιστικές εισφορές κατά 1% σε δύο ισόποσες δόσεις. Η πρώτη μείωση, κατά 0,5%, θα γίνει το 2025 και η δεύτερη δόση, επίσης κατά 0,5%, θα γίνει το 2027.
thetoc.gr