Πλουσιότεροι κατά 143 δισ. ευρώ έγιναν μέσα σε τέσσερα χρόνια οι Έλληνες ιδιοκτήτες ακινήτων, αφού σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Εφορίας, η αξία της περιουσίας τους εκτινάχθηκε στα 772 δισ. ευρώ, από 629 δισ. ευρώ που είχε αποτιμηθεί το 2020. Την ίδια ώρα, στα υψηλότερα επίπεδα από τα μέσα του 2011, λίγο πριν από το PSI και την κλιμάκωση της δημοσιονομικής ελληνικής κρίσης, έχουν αυξήσει τις καταθέσεις τους τα ελληνικά νοικοκυριά.
Ακίνητη περιουσία
Όσον αφορά την ακίνητη περιουσία που κατέχουν οι Έλληνες φορολογούμενοι, η αύξηση της αξίας δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της έκρηξης που καταγράφεται στην οικοδομική δραστηριότητα και του αριθμού των ακινήτων που φορολογήθηκαν, αλλά της ανόδου των αντικειμενικών τιμών προκειμένου να εξομοιωθούν με τις αγοραίες αξίες που έχουν κάνει άλμα και η «ψαλίδα» έχει ανοίξει ακόμα περισσότερο, ενώ από το 2025 έρχεται νέα αναθεώρηση στις τιμές ζώνης.
Η ακτινογραφία του ΕΝΦΙΑ για το 2024 βγάζει ότι οι πλέον κερδισμένοι είναι οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, καθώς διαθέτουν από τα πιο ακριβά ακίνητα της χώρας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η αξία των ακινήτων στις δύο αυτές περιφέρειες αυξήθηκε κατά 26,5% αγγίζοντας τα 509,5 δισ. ευρώ από 402,7 δισ. ευρώ που ήταν το 2020. Ωστόσο, ο φόρος που πλήρωσαν είναι ελαφρύτερος κατά 8,1% στο 1,5 δισ. ευρώ. Στη μέση της πυραμίδας βρίσκεται η Κρήτη με αξία ακινήτων 41,4 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 5,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020 και ακολουθεί η Θεσσαλία με σπίτια, οικόπεδα και χωράφια συνολικής φορολογητέας αξίας 33 δισ. ευρώ από 29,8 δισ. ευρώ το 2020 , η περιφέρεια της Πελοποννήσου με πλούτο ακινήτων 31,5 δισ. ευρώ και το Νότιο Αιγαίο με 25,6 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα οι πιο φτωχές περιφέρειες είναι η Δυτική Μακεδονία με ακίνητα αξίας 10,1 δισ. ευρώ και το Βόρειο Αιγαίο με 11,3 δισ. ευρώ από 9,4 δισ. ευρώ που ήταν το 2020.
Από την επεξεργασία των στοιχείων της ΑΑΔΕ, προκύπτει ότι 7.159.164 φυσικά και νομικά πρόσωπα έλαβαν εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ και από αυτούς 991.860 ιδιοκτήτες ακινήτων απαλλάχθηκαν από την πληρωμή του φόρου ενώ έκπτωση στον λογαριασμό έως 10% κέρδισαν 215.171 φορολογούμενοι με ασφαλισμένες κατοικίες για σεισμό, πυρκαγιά και πλημμύρα. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν 6.167.30 φυσικά και νομικά πρόσωπα ανέρχεται συνολικά σε 2,286 δισ. ευρώ.
Αναλυτικότερα η αξία της ακίνητης περιουσίας και ο λογαριασμός του ΕΝΦΙΑ ανά περιφέρεια διαμορφώνονται ως εξής:
Στην Αττική η αξία της ακίνητης περιουσίας που κατέχουν 2.226.723 φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις ανέρχεται σε 409 δισ. ευρώ και ο φόρος που θα πληρώσουν σε 1,2 δισ. ευρώ δηλαδή το 53% του συνολικού ΕΝΦΙΑ.
Στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 337.700 φορολογούμενοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία 23,7 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 74,77 εκατ. ευρώ. Ωστόσο ο λογαριασμός είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με τα 86,4 εκατ. ευρώ που πλήρωσαν το 2020 και για μικρότερης αξίας ακίνητα (21,4 δισ. ευρώ).
Στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου 127.424 ιδιοκτήτες κατέχουν ακίνητη περιουσία αξίας 11,34 δισ. ευρώ. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 33,3 εκατ. ευρώ από 33 εκατ. ευρώ το 2023 και 39,4 εκατ. ευρώ το 2020.
Στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας 354.111 κατέχουν ακίνητη περιουσία 28,5 δις. ευρώ. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 83,89 εκατ. ευρώ από 100 εκατ. ευρώ που είχε βεβαιωθεί το 2020 για ακίνητα συνολικής αξίας 24,4 δισ. ευρώ.
Στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας 160.858 διαθέτουν ακίνητη περιουσία 10,16 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται σε 34,23 εκατ. ευρώ από 34 εκατ. ευρώ πέρυσι και 40,4 εκατ. ευρώ το 2020.
Στην Περιφέρεια Ηπείρου 184.026 ιδιοκτήτες έχουν ακίνητη περιουσία 17,5 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 3,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν φέτος ανέρχεται στο ποσό των 43,7 εκατ. ευρώ από 43,5 εκατ. ευρώ πέρυσι και 51,3 εκατ. ευρώ το 2020.
Στην Περιφέρεια Θεσσαλίας 400.846 φορολογούμενοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία 33 δισ. ευρώ. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν, ανέρχεται σε 96,33 εκατ. ευρώ και είναι μειωμένος κατά 1,4 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με πέρυσι εξαιτίας των απαλλαγών λόγω φυσικών καταστροφών.
Στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων 139.556 διαθέτουν ακίνητη περιουσία 16,36 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με το 2023 και ανέρχεται στο ποσό των 48,63 εκατ. ευρώ.
Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 1.061.286 φορολογούμενοι κατέχουν ακίνητη περιουσία 100,1 δισ. ευρώ με το ποσό του φόρου να ανέρχεται σε 292,99 εκατ. ευρώ.
Στην Περιφέρεια Κρήτης 364.000 κατέχουν ακίνητη περιουσία αξίας 41,46 δισ. ευρώ και καλούνται να πληρώσουν φόρο ύψους 122 εκατ. ευρώ.
Στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου 176.999 διαθέτουν ακίνητη περιουσία 25,62 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 78,84 εκατ. ευρώ.
Στην Περιφέρεια Πελοποννήσου 346.765 κατέχουν ακίνητη περιουσία 31,55 δις. ευρώ από 26,3 δισ. ευρώ το 2020 με το φόρο να φθάνει τα 93,9 εκατ. ευρώ.
Στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας 287.010 φορολογούμενοι έχουν ακίνητη περιουσία αξίας 22,99 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 2,55 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020 και καλούνται να πληρώσουν 70 εκατ. ευρώ φόρο.
Τα μετρητά των νοικοκυριών
Όσον αφορά στα μετρητά, στο τέλος του 2023, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) έφτασαν στα 194,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας σωρευτική αύξηση κατά 5,8 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 8 δισ. ευρώ το 2022. Μάλιστα, την περυσινή χρονιά, η αύξηση των καταθέσεων προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα νοικοκυριά, καθώς οι καταθέσεις τους αυξήθηκαν κατά 5 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 5,4 δισ. ευρώ το 2022. Πράγμα που σημαίνει ότι πληθωρισμός και αύξηση των καταναλωτικών αναγκών δεν κατάφεραν να ανακόψουν την αύξηση των καταθέσεων παρά το ότι ο ρυθμός της αύξησής τους επιβραδύνθηκε σε σχέση με το 2022. Σημειώνεται ότι σε αντίθεση με τις καταθέσεις των νοικοκυριών, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν μόλις κατά 0,3 δισ. ευρώ το 2023, έναντι αύξησης κατά 3,5 δισ. ευρώ το 2022.
Η πολιτική σταθερότητα, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ενισχύουν τον καταθετικό πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το 2023, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους σημείωσε επιβράδυνση (μέσος όρος έτους 2023: 3,6%, έναντι 4,4% το 2022) και διαμορφώθηκε σε 3,5% τον Δεκέμβριο του 2023, εφόσον ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του πληθωρισμού, το 2023 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων των νοικοκυριών σε πραγματικούς όρους υποδεικνύει μικρότερη υποχώρηση σε σύγκριση με το 2022 (μέσος όρος έτους 2023: -0,6%, έναντι -4,9% το 2022), καθώς τον Νοέμβριο του 2023, αλλά και την περίοδο Ιουνίου- Σεπτεμβρίου 2023. Συνολικά ο λόγος των ιδιωτικών καταθέσεων προς το ΑΕΠ, παρά την μικρή αποκλιμάκωση, παραμένει σε υψηλά επίπεδα (Δεκέμβριος 2023: 88,4%, έναντι 91,3% το Δεκέμβριο του 2022), ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα προ της πανδημίας επίπεδα (Δεκέμβριος 2019: 78,1%).
Το γεγονός ότι οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ πέρασαν το 2022 και 2023 σε μικρότερο βαθμό στις καταθέσεις από ό,τι στα δάνεια, ενίσχυσε το 2023 την στροφή των καταθετών σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που προσέφεραν αισθητά υψηλότερες αποδόσεις.
Διακρίνοντας τις καταθέσεις με βάση τον βαθμό ρευστότητας, η επιβράδυνση της ανόδου των ιδιωτικών καταθέσεων (μέσος όρος 2023: 3,2%, έναντι 6,3% το 2022) προήλθε από τις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (ταμιευτήριο). Αντίθετα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια (προθεσμίας) έγινε ξανά θετικός τον Φεβρουάριο του 2023, μετά από τριάμισι χρόνια, και στη συνέχεια επιταχύνθηκε, αντανακλώντας κυρίως την πορεία του υπολοίπου των καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών (μέσος όρος έτους 2023: 32%, έναντι -24,2% το 2022). Σημειώνεται ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων προθεσμίας των επιχειρήσεων παρέμεινε θετικός και ιδιαίτερα υψηλός σε όλη τη διάρκεια του 2023 (μέσος όρος 2023: 84,8%, έναντι 9,3% το 2022).
Ψήφος εμπιστοσύνης στο Ταμιευτήριο
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι το 74% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα εξακολουθεί να τηρείται σε λογαριασμούς διάρκειας μίας ημέρας (ταμιευτήριο). Αυτό πιστοποιούν για τα νοικοκυριά και τα τελευταία στοιχεία (2022) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων που δείχνουν ότι το 72,5% όσων συναλλάσσονται με τις τράπεζες έχουν στον λογαριασμό τους καταθέσεις μέχρι 1.000 ευρώ.
Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι ο καταθετικός πλούτος των νοικοκυριών στις τράπεζες δεν ξεπερνάει στην πλειοψηφία του τα 50.000 ευρώ, αφού στην πίτα των καταθέσεων, ποσοστό 12,4% των καταθετών έχουν καταθέσεις από 1.001 μέχρι 5.000 ευρώ και ποσοστό 13% καταθέσεις από 5.001 μέχρι 50.000 ευρώ. Ποσοστό μόλις 1,4% των καταθετών διατηρεί λογαριασμούς από 50.001 μέχρι 100.000 ευρώ και μόλις 0,7% πάνω από 100.000.
Βλέποντας την εικόνα της κατανομής των καταθέσεων στις τράπεζες, οι καταθέσεις του χιλιάρικου τις οποίες διαθέτει το 72,5% των καταθετών, αντιστοιχούν ποσοτικά μόλις στο 1,4% των καταθέσεων των τραπεζών. Και αυτό μπορεί να ερμηνεύσει το γιατί οι τράπεζες δεν ενδιαφέρθηκαν να δώσουν υψηλότερα επιτόκια στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου, οι οποίοι έχουν μεν μάζα, αλλά όχι και ειδικό βάρος που να επιτρέπει στους κατόχους τους να διαπραγματευθούν καλύτερα επιτόκια.
Η υπόλοιπη ποσοτική κατανομή καταθέσεων στις τράπεζες δείχνει ότι ποσοστό 5,1% καλύπτουν οι καταθέσεις από 1.001 μέχρι 5.000 ευρώ, ενώ ποσοστό 35,7% είναι οι καταθέσεις από 5.001 μέχρι 50.000 ευρώ. Το ποσοστό των καταθέσεων από 50.001 μέχρι 100.000 ευρώ υποχωρεί στο 15,7%, ενώ ποσοστό 42% στην κατανομή ανά τράπεζα είναι οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ.
ΠΗΓΗ: larissapress.gr