Το περίφημο γκαζοζέν αποτέλεσε την λύση κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την απελευθέρωση, μιας και η αυτοκίνηση αποτελούσε πολυτέλεια όχι μόνον εξαιτίας της φτώχειας, αλλά και της έλλειψης υγρών καυσίμων στην αγορά.
Η αναζήτηση μιας φθηνής καύσιμης ύλης κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, καθώς ακόμα και εκείνοι που διέθεταν κάποιο λειτουργικό τετράτροχο με κινητήρα εσωτερικής καύσης δεν είχαν τη δυνατότητα να προμηθευτούν καύσιμα ώστε να το θέσουν σε λειτουργία.
Μία από τις λύσεις που εφαρμόστηκαν ακόμα και μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος, ήταν το περίφημο γκαζοζέν. Ένα σύστημα πυρόλυσης το οποίο βρισκόταν τοποθετημένο στο πίσω τμήμα του οχήματος και φρόντιζε για την παραγωγή ενός αέριου καυσίμου καίγοντας επί της ουσίας ξύλο.
Το γκαζοζέν αποτελούταν από ένα μεταλλικό καζάνι μέσα στο οποίο τοποθετούνταν τα ξύλα. Το καζάνι αυτό θερμαινόταν με την καύση άλλων ξύλων και από αυτή τη διαδικασία της πυρόλυσης, δηλαδή της χημικής διάσπασης του οργανικού υλικού απουσία οξυγόνου, παραγόταν το αέριο καύσιμο το οποίο συγκεντρωνόταν σε μια δεύτερη δεξαμενή πριν καταλήξει στον κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Η απόδοση του τελευταίου περιοριζόταν και μάλιστα σημαντικά, ωστόσο, χωρίς σημαντικές μετατροπές τα οχήματα της εποχής είχα την ικανότητα να παραμείνουν σε κίνηση παρά τη δραματική έλλειψη των υγρών καυσίμων.
Πέρα από τη μειωμένη απόδοση, ανάμεσα στα μειονεκτήματα του γκαζοζέν ήταν ο χρόνος που απαιτούνταν ώστε η διαδικασία της πυρόλυσης να παράξει την απαραίτητη ποσότητα αέριου καυσίμου, η χαρακτηριστική οσμή, ο έντονος θόρυβος και φυσικά ο καπνός που συνόδευε τα οχήματα που διέθεταν το συγκεκριμένο συστήματος.
Το γκαζοζέν πρόσφερε λύσεις κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, κατά τη διάρκεια των οποίων ο αριθμός των λειτουργικών οχημάτων ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά μικρός.