Αγαπητοί φίλοι
Λόγω ανειλημμένης υποχρέωσης, δεν μπορώ σήμερα να είμαι κοντά σας, όμως νοιώθω πως είμαι και ήμουν πάντοτε ανάμεσα σας, και στεκόμουν στο πλευρό σας καθώς μας ενώνουν κοινές αγωνίες και ενδιαφέροντα, πολλές απογοητεύσεις για τους πολιτισμούς και τις μικρές ή μεγάλες κοινότητες μας που άλλοτε σβήνουν απ’ τον χάρτη κι άλλοτε παρακμάζουν, όχι με δικές τους πράξεις ή ευθύνες, αλλά εξαιτίας προκαταλήψεων και φόβων που στο διάβα του χρόνου έγιναν πολιτικές και εφαρμόστηκαν εις βάρος των κοινοτήτων μας, εις βάρος των ανθρώπων που τις αποτελούσαν, αλλά ιδίως εις βάρος της χώρας αυτής και του πλούτου τον οποίο το δύσμορφο κεντρικό κράτος της, με αποφάσεις του απεμπόλησε.
Με αφορμή τη σημαντική συνάντηση μας αυτή, θέλω να αναφερθώ σε μια χαμένη ευκαιρία, με την ευχή να μην υπάρξουν άλλες χαμένες ευκαιρίες και οι συναντήσεις μας στο μέλλον να αναφέρονται σε ελπίδες και σχεδιασμούς και όχι στην θλίψη που βυθίζει πάντοτε τους ανθρώπους η στέρηση ευκαιριών, και συνεπακόλουθα η ήττα και η απαισιοδοξία.
Η χαμένη ευκαιρία στην οποία θέλω να αναφερθώ είναι ένας Νόμος του 1923, η μη εφαρμογή του οποίου στέρησε φοβάμαι οριστικά από τις Βλάχικες κοινότητες -γιατί για αυτήν την πολιτισμική κοινότητα τη Βλάχικη θέλω να σας μιλήσω- τη γλωσσική τους κληρονομιά.
Το 1923, ένα σημαντικό νομοσχέδιο (311Α/1923) θεσπίστηκε στην Ελλάδα με την σημαντική μορφή του Διεθνούς Πρωτοκόλλου, παρέχοντας στις κοινότητες που μιλούσαν την βλάχικη γλώσσα, μια σημαντική από τα πράγματα τοπική αυτονομία σε σχολικά ζητήματα, δηλ. ζητήματα εκπαιδευτικής διαδικασίας και διδασκαλίας.
Αυτός ο νόμος φιλοδοξούσε κατά τους εμπνευστές του να αποτελέσει ένα φάρο ελπίδας για αυτές τις κοινότητες, δίνοντάς τους την ευκαιρία να διατηρήσουν και να καλλιεργήσουν τη (μοναδική) βλάχικη γλώσσα τους.
Ωστόσο, όπως επεφύλασσε η ιστορία, αυτός ο νόμος (όπως δυστυχώς τόσοι και τόσοι Νόμοι στη δόλια τη χώρα μας) δεν εφαρμόστηκε ποτέ πραγματικά, αφήνοντας γενιές Βλάχων στερημένους από την σημαντική γλωσσική τους κληρονομιά. Θα προσπαθήσω να διερευνήσω εδώ τις δυσμενείς συνέπειες αυτής της ανεκπλήρωτης υπόσχεσης και τον αντίκτυπο που είχε στις βλάχικές κοινότητες στην ελληνική επικράτεια.
Η Βλάχικη Γλώσσα αποτελεί έναν πολιτιστικό και συνεπώς και εθνικό θησαυρό, με την έννοια πως αποτελεί μια πολιτιστική κορωνίδα, η διατήρηση και διάσωση της οποίας θα έπρεπε να αποτελεί μονόδρομο στις κρατικές επιλογές, λόγω της ανυπέρβλητης αξίας και των χαρακτηριστικών που μεταφέρει πάντα, τόσο ο προφορικός, όσο και ο γραπτός λόγος στο διάβα της Ιστορίας.
Οι Βλάχοι υπήρξαν μια ξεχωριστή γλωσσική κοινότητα στην Ελλάδα, με πλούσια και ζωντανή πολιτιστική κληρονομιά, της οποίας κουκούλι διατήρησης υπήρξε η μοναδική τους γλώσσα.
Η βλάχικη γλώσσα είναι μια γλώσσα με ρίζες στη λατινική γλώσσα. Στο πέρασμα των αιώνων, αυτή η γλώσσα εξελίχτηκε και εμπλουτίστηκε με προσμίξεις από τα αρχαία και τα νέα ελληνικά και ανέπτυξε μοναδικά χαρακτηριστικά, μια ακόμα απόδειξη αν θέλετε της ομορφιάς και του πολιτισμού των Βλάχων.
Ωστόσο, η βλάχικη γλώσσα σταδιακά σβήνει περιερχόμενη στην αφάνεια, γεγονός που συνιστά μια τραγική απώλεια για την πολιτιστική πολυμορφία της Ελλάδας.
Όπως προ είπα το 1923, η Ελλάδα έκανε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, θεσπίζοντας τον νόμο 311, όπου στο άρθρο 12 που υποσχόταν τοπική αυτονομία για τις βλάχικές κοινότητες σε σχολικά θέματα. Ο νόμος αυτός είχε στόχο να επιτρέψει στους βλαχόφωνους μαθητές να λάβουν εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα και να καλλιεργήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Αν και αυτό ήταν πράγματι ένα αξιέπαινο βήμα, η υπόσχεση παρέμεινε ανεκπλήρωτη και ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ, τουλάχιστον στην πληρότητα την οποία είχε νομοτεχνικά προβλέψει και σχεδιάσει με το νομοθετικό δημιούργημα του, ο εθνικός Νομοθέτης.
Οι Ατυχείς Συνέπειες της μη εφαρμογής της κείμενης το 2023 Νομοθεσίας:
Η αποτυχία εφαρμογής του νόμου του 1923 είχε βαθιές και διαρκείς συνέπειες για τις Βλαχικές κοινότητες στην Ελλάδα.
Ακολουθούν μερικά από τα ατυχή αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής:
1. Απώλεια γλώσσας: Η πιο σημαντική συνέπεια είναι η ραγδαία παρακμή της βλάχικης γλώσσας. Χωρίς πρόσβαση στην εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα, οι νεότερες γενιές Βλάχων αφομοιώθηκαν από την επικυριαρχία της ελληνικής γλώσσας –όπως εγκύκλια διδασκόταν- και το φαινότυπο ενός ελληνικού πολιτισμού, κενού πλούτου και εν πολλοίς περιεχομένου, αφήνοντας πίσω την γλωσσική και πολιτιστική τους κληρονομιά και ιδιαιτερότητα.
2. Διάβρωση της Πολιτιστικής Ταυτότητας: Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, αλλά αποτελεί ζωτικό συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας κάποιου. Εξαιτίας ενός νόμου που δεν εφαρμόστηκε η βλάχικη πολιτιστική ταυτότητα αποδυνάμωσε την σύνδεσή των βλαχόφωνων με τη μοναδική τους κληρονομιά.
3. Μειωμένη πολιτιστική ποικιλομορφία: Ο πολιτισμός και η γλώσσα των Βλάχων ήταν μια πολύτιμη προσθήκη στο πολιτιστικό μωσαϊκό της Ελλάδας. Η απώλεια της βλάχικης γλώσσας, αντιπροσωπεύει μείωση της ποικιλομορφίας των πολιτισμών και των γλωσσών εντός της χώρας.
4. Απομόνωση και Περιθωριοποίηση: Η έλλειψη πρόσβασης στην εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα, απομόνωσε κατ’ αρχάς και συμπίεσε εν συνεχεία τις βλαχικές κοινότητες, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση τους στην ελληνική κοινωνία. Έτσι περιόρισε έως εξαφανίσεως τις ευκαιρίες τους για γλωσσική πρόοδο και συμμετοχή δια της μητρικής γλώσσας τους, στην ευρύτερη κοινωνική ζωή της χώρας.
5. Το σημαντικότερο όλων υπήρξε η εμπλοκή του ρουμανικού καθεστώτος στα ελληνικά πράγματα. Κατά τον μεσοπόλεμο, αλλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρουμανία, προσβλέποντας στην ρευστότητα των συνόρων και στην κινητικότητα των πληθυσμών, που προκαλούσαν οι πολεμικές συρράξεις, μα και βλέποντας την απροθυμία του ελληνικού κράτους να εφαρμόσει τον ίδιο του τον Νόμο, επιχείρησε να προσεταιριστεί τις βλάχικες κοινότητες της ελληνικής επικράτειας, ποντάροντας στο γεγονός των ομοιοτήτων ανάμεσα στις δύο γλώσσες (δηλ. της Ρουμάνικης και της Βλάχικης).
Ίδρυσε σχολεία εκμάθησης της «γλώσσας» και όσοι Βλάχοι ενεπλάκησαν σε αυτό χαρακτηρίστηκαν ΄΄ρουμανίζοντες΄΄, προδότες και ανθέλληνες, ως αντίδραση από πλευράς του ελληνικού Κράτους. Όσοι Βλάχοι δεν άντεξαν την ΄΄ρετσινιά΄΄ αλλά και τους διωγμούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις επακολούθησαν, αναγκάστηκαν να διαφύγουν στην Ρουμανία που φυσικά είχε κάθε λόγο (εξυπηρετώντας τα δικά της εθνικά συμφέροντα) να τους υποδεχτεί ως δήθεν πατρίδα τους.
Με αυτό τον τρόπο οι Ρουμάνοι πέτυχαν τον στόχο τους και το ελληνικό κράτος έχασε ένα σημαντικότατο κομμάτι του πληθυσμού αλλά και μια ευκαιρία να αποφύγει άλλον έναν εθνικό διχασμό (βλ. «Βλάχικο Κράτος της Πίνδου»). Είναι πολύ πιθανό πως η διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βλάχικης γλωσσικής κοινότητας στην Ελλάδα (και με τον προαναφερόμενο Νόμο του 2023), δεν θα επέτρεπε και σε κάθε περίπτωση θα περιόριζε εν τοις πράγμασι τις παρεμβάσεις του ρουμάνικου καθεστώτος στη χώρα μας.
Καίτοι ο νόμος του 1923 δεν εφαρμόστηκε και παραμένει ένα θλιβερό κεφάλαιο στην ιστορία των Βλάχικών κοινοτήτων στην Ελλάδα και η απώλεια της βλάχικης γλώσσας και η διάβρωση της πολιτιστικής τους ταυτότητας αντιπροσωπεύουν μια σημαντική οπισθοδρόμηση στην πολιτιστική πολυμορφία της Ελλάδας, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η ελπίδα για την αναζωογόνηση της βλάχικης γλώσσας και κουλτούρας παραμένει ζωντανή.
Οι προσπάθειες για τη διατήρηση και την προώθηση της βλάχικης γλώσσας συνεχίζονται, με κινήματα βάσης και πολιτιστικές οργανώσεις να εργάζονται ακούραστα για να διασφαλίσουν ότι ο πολιτισμός και η γλώσσα των Βλάχων θα διατηρηθούν και θα συνεχίσουν να ευδοκιμούν.
Τα διδάγματα της Ιστορίας μας μαθαίνουν άλλωστε, πως ποτέ δεν είναι αργά για να διορθωθεί μια δυσάρεστη ή αρνητική κατάσταση.
Με την υπενθύμιση ότι η πολιτιστική πολυμορφία πρέπει να γιορτάζεται και να προστατεύεται, και όχι να μας τρομάζει, γυρίζοντας μας στις μεσαιωνικές εικόνες ενός κόσμου που κυνηγούσε τρομοκρατημένος τις μάγισσες, θα υπερασπιζόμαστε κάθε πολιτιστικό στοιχείο της επικράτειας αυτής της χώρας που κινδυνεύει, και βεβαίως πρωτίστως το βλάχικο πολιτιστικό στοιχείο. Έτσι κι αλλιώς ποιος από όλους μας δεν θα επιθυμούσε η χώρα μας να είναι η Ελβετία του Νότου;
Γιατί όπως ορθότατα αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κοινοτική Οδηγία 1333 του 1997 και παραμένει έως σήμερα επιτακτικά επίκαιρη: «Οι Βλάχοι δεν έχουν πολιτικές απαιτήσεις, αλλά θέλουν απλώς βοήθεια για τη διαφύλαξη της γλώσσας και του πολιτισμού τους, που φαίνονται καταδικασμένα σε εξαφάνιση, εκτός εάν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, και ιδιαίτερα το Συμβούλιο της Ευρώπης, τους βοηθήσουν».
Σας ευχαριστώ θερμά.
Με συντροφικούς χαιρετισμούς
Σωτήρης Μπλέτσας