Οι στατιστικές αλλοιώνονται από τα αδήλωτα εισοδήματα και τις “μαύρες αποδοχές”, οι οποίες είναι πολύ πιθανό να ξεπερνούν ακόμη και τα 30 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
To ελληνικό “θαύμα” της στατιστικής: Γίνεται κάποιος να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει και ταυτόχρονα να αυξάνει τις αποταμιεύσεις του χωρίς να “φουσκώνει” τον δανεισμό του; Κι όμως αυτό συμβαίνει -με βάση τις ελληνικές στατιστικές- στην Ελλάδα
Προφανώς δεν είναι η πραγματικότητα. Οι στατιστικές αλλοιώνονται από τα αδήλωτα εισοδήματα και τις “μαύρες αποδοχές” οι οποίες είναι πολύ πιθανό να ξεπερνούν ακόμη και τα 30 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Αν πιστέψουμε τις στατιστικές του 2021 το σύνολο των εισοδημάτων όλων των Ελλήνων από όπου και αν προέρχεται -μισθοί, συντάξεις, μερίσματα, κέρδη επιχειρηματικής δραστηριότητας κλπ- ανέρχεται στα 79 δισ. ευρώ. Το ότι τελικώς φορολογούμαστε για 86 δισ. ευρώ έχει να κάνει με την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης. Των αναχρονιστικών τεκμηρίων που όμως εξακολουθούν να “συλλαμβάνουν” αδήλωτα εισοδήματα από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα.
Τι γίνεται με τις δαπάνες
Αυτά στο σκέλος των εσόδων. Στο σκέλος των δαπανών δεν υπάρχει καταγραφή στη φορολογική δήλωση. Όμως τα στοιχεία από τις διάφορες έρευνες δείχνουν ότι… κάτι συμβαίνει. Η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών -δειγματοληπτική με ερωτηματολόγια που εκεί ο ερωτώμενος απαντά με βάση το τι ξοδεύει και που τα ξοδεύει και όχι αν αυτό που ξοδεύει είναι δηλωμένο ή όχι- βγαίνει ένα ποσό της τάξεως των 69 δισ. ευρώ. Αν πάλι πιστέψουμε την αντίστοιχη έρευνα της Eurostat (και πάλι μετράει την ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αλλά με σαφώς πιο διευρυμένο τρόπο) η δαπάνη φτάνει στα 129 δισ. ευρώ.
Ας υποθέσουμε ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Δηλαδή ότι εισπράττουμε 79 δισ. ευρώ και δαπανούμε γύρω στα 100 δισ. ευρώ. Αυτά τα επιπλέον 20 δισ. ευρώ θα έπρεπε είτε να τα έχουμε δανειστεί είτε να διαθέσουμε από την συσσωρευμένη αποταμίευση. Τίποτα από τα δύο δεν συνέβη. Ο δανεισμός των νοικοκυριών όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά μειώθηκε κιόλας, καθώς τα νοικοκυριά διέθεσαν περισσότερα χρήματα για τις αποπληρωμές οφειλών από τις νέες εισροές “ζεστού χρήματος”, ενώ οι αποταμιεύσεις και πάλι των νοικοκυριών, όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν.
Τον Δεκέμβριο του 2021 οι καταθέσεις είχαν εκτοξευτεί στα 180 δισ. ευρώ (μόνο των νοικοκυριών) από 163 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020 και 143 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019. Ήδη, από τον Ιούνιο του 2022 έχει σπάσει και το “φράγμα” των 182 δισ. ευρώ κάτι που σημαίνει ότι μέσα σε μια 3ετία -και μάλιστα την 3ετία της πανδημίας- αυξήσαμε τις αποταμιεύσεις μας μόνο στις καταθέσεις περίπου κατά 50 δισ. ευρώ.
Προφανώς οι εξηγήσεις είναι πολλές για όλα αυτά τα περίεργα: Εκποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία, βγήκαν μετρητά από τα “μπαούλα” όπου είχαν αποθηκευτεί τα τελευταία χρόνια λόγω αβεβαιότητας, ενδεχομένως να επέστρεψαν και χρήματα από το εξωτερικό. Όποια όμως και αν είναι η συνδρομή αυτών των παραγόντων στο φαινόμενο “ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε και ταυτόχρονα αποταμιεύουμε χωρίς να δανειζόμαστε”, η μελέτη του φαινομένου “φοροδιαφυγή” θα πρέπει να απασχολήσει, καθώς χωρίς τη λεγόμενη διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα είναι δύσκολη η επίτευξη των πρωτογενών πλεονάσματων που θα ζητηθούν στο πλαίσιο του καινούργιου συμφώνου σταθερότητας.
THETOC