Χρήστος Χωμενίδης: Θέλω να αθωωθεί ο Πατήρ Αντώνιος

Μέσα από την καρδιά μου εύχομαι οι καταγγελίες εναντίον της “Κιβωτού του Κόσμου” να αποδειχθούν ψευδείς. Αφού η αστυνομία και η δικαιοσύνη ερευνήσει εξονυχιστικά, να αποδώσει την ηγεσία και τα στελέχη της στην κοινωνία άσπιλα, χωρίς ίχνος σκιάς, ώστε να εξακολουθήσουν το έργο τους.

Γιατί;

Έχω μήπως προσωπικούς δεσμούς με τον πατέρα Αντώνιο; Τον παραμικρό. Στα μέσα ενημέρωσης τον είχα μόνο δει και είχα διαβάσει για τη δράση του. Πολύ κακώς -για τον εαυτό μου πρωτίστως- δεν επιδίδομαι σε δράσεις εθελοντισμού.

Φοβάμαι μήπως η αποκαθήλωση της “Κιβωτού” αντανακλάσει δυσμενώς στην Εκκκλησία και στις πέριξ αυτής φιλανθρωπικές οργανώσεις; Πόρρω απέχω από το να έχω τους θρησκευτικούς θεσμούς στην κορυφή της αξιακής μου κλίμακας. Η Ιστορία τους είναι εν μέρει ιστορία σκανδάλων, ίντριγκας, αέναης και λυσσώδους πάλης για την εξουσία και για τον πλούτο. Όσα τα ματωμένα ράσα, άλλα τόσα τα λεκιασμένα.

Αντίκειμαι ίσως στην αντίληψη ότι η φιλανθρωπία πρέπει να ελέγχεται στενά, εξονυχιστικά από το κράτος; Τουναντίον. Η πολιτεία που ερευνά καν και καν δραστηριότητες, ακόμα και αυστηρά ιδιωτικού χαρακτήρα, είναι αδιανόητο να αφήνει τα ευαγή ιδρύματα ξέφραγα αμπέλια, επαφιόμενη στο υπεράνω υποψίας ήθος των διοικούντων.

Προς τι λοιπόν η αγωνία μου για τον πατέρα Αντώνιο και την “Κιβωτό” του;

Πρώτον επειδή βλέπω το ποιόν εκείνων που τις τελευταίες μέρες τον λιθοβολούν. Που με την πρώτη εναντίον του καταγγελία έσπευσαν να τον ρίξουν στο πυρ το εξώτερον. Να τον κατατάξουν στους εξουσιομανείς, στους διεφθαρμένους, στους παιδεραστές ακόμα-ακόμα. Το βάρος της απόδειξης ολόκληρο επάνω του. Αρκεί ένα δάχτυλο να σε δείξει, ένα στόμα να μαρτυρήσει εναντίον σου κι εσύ πρέπει να πείσεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Εάν βγεις δε από τα ρούχα σου, εάν χάσεις έστω και για μια στιγμή την ψυχραιμία σου, “δείτε τον πώς τρέμει για τη λερωμένη του φωλιά!” αγανακτούν, χαιρεκακούν οι αυτόκλητοι εισαγγελείς.

Δεν περιμέναμε -αλοίμονο- τον πατέρα Αντώνιο για να τους μάθουμε. Πρόκειται για “επαγγελματίες της ενημέρωσης” που και τη μάνα τους θα έδειχναν σφαγμένη για να εκτοξευτεί η τηλεθέαση. Για περσόνες που ψωνίζονται εμπορευόμενες καλοσύνη, ευαισθησία και ψυχικά τραύματα, αληθινά ή επινοημένα, δικά τους ή αλλότρια. Για ψηφοθήρες που φροντίζουν πάντοτε να συμπλέουν με την κοινή γνώμη, λειτουργώντας -πώς αλλιώς;- σαν ανεμόμυλοι.

Τούς ξέρουμε και τους απεχθανόμαστε. Όχι κυρίως επειδή είναι καθάρματα, παράδες κάλπικοι, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα, όπως αμίμητα τους τα σούρνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποιήμα του “Επιτύμβιο”. Αλλά διότι κάνουν πολύ μεγάλη ζημιά. Στην αντίληψη του κόσμου για τον κόσμο.

Τι λένε -τι υπονοούν έστω- διαρκώς; Πως πουθενά δεν υπάρχει φως ιλαρό, νερό καθαρό, καλοσύνη ατόφια, προσφορά ανιδιοτελής, που να μην περιμένει ανταπόδοση. “Παντού σκατά, παντού αμαρτίες…” κράζουν στη διαπασών. Οι ιερείς απατεώνες, αν όχι και ανώμαλοι. Οι πολιτικοί φαύλοι, αλητήριοι. Οι επιχειρηματίες κλέφτες και διαπλεκόμενοι. Οι γιατροί φακελάκηδες. Οι εκπαιδευτικοί βολεμένοι υπαλληλίσκοι. Αν πεις για τους καλλιτέχνες – δεν είδατε τον Λιγνάδη; δεν είδατε τον άλλο, τον συγγραφέα παιδικών βιβλίων που συνελήφθη για παιδοφιλία;

Πλέουμε άρα σε μια λίμνη με πιράνχας. Και οι μόνοι που ξεχωρίζουν θετικά είναι εκείνοι που αενάως καταγγέλλουν, μαστιγώνουν, σκίζουν τα ιμάτια τους δίχως να προσφέρουν άλλο τίποτα, δίχως καν να προσπαθούν – “γιατί να προσπαθήσεις; αφού το ματς είναι σικέ! τα χαρτιά σημαδεμένα! το σύστημα προωθεί αποκλειστικά τους δικούς τους!”

Και όμως… Ακόμα και στις πιο ζοφερές εποχές (η δικιά μας δεν είναι τέτοια), ακόμα και στη βαθύτερη παρακμή πάντοτε το καλό θα επιμένει. Κάποιος θα δίνει τον ένα και μοναδικό μανδύα του σε εκείνον που κρυώνει περισσότερο. Κάποιος θα γιατροπορεύει δωρεάν, εξ υστερήματος καρδίας. Κάποιος με ένα μολύβι, με ένα πινέλο, με ένα μουσικό όργανο στο χέρι θα θυμίζει στους άλλους τα ωραία της ζωής. Κάποιος θα μπαίνει θαρραλέα μπροστά, θα ανοίγει τον δρόμο γιατί; για το γαμώτο! για ένα καλύτερο μέλλον, που ο ίδιος πιθανότατα δεν θα χαρεί ποτέ.
Εάν τα ξεχάσουμε αυτά, εάν τα διαγράψουμε από την ψυχή μας, θα είμαστε ήδη ηθικώς νεκροί.

Θέλω να αθωωθεί ο πατήρ Αντώνιος. Ακόμα ωστόσο και αν πάει η υπόθεση κακήν κακώς, εγώ δεν θα ορφανέψω από την ελπίδα. Θα ξέρω ότι κάπου αλλού, στη σκιά της κοινωνίας, στο περιθώριο, υπάρχει ένας άλλος παπάς που κερδίζει τον εαυτό του προσφέροντάς τον. Μοιράζοντας τον αδιακρίτως σαν ψωμί και σαν κρασί.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας